Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
λυ-μέ-νος
Μορφολογία
λύνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λύνω | λύνουμε & λύνομε διαλ. |
Β | λύνεις | λύνετε |
Γ | λύνει | λύνουν & λύνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λύνε | λύνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | λύνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έλυσα | λύσαμε |
Β | έλυσες | λύσατε |
Γ | έλυσε | έλυσαν & λύσαν προφ. & λύσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λύσω | λύσουμε & λύσομε διαλ. |
Β | λύσεις | λύσετε |
Γ | λύσει | λύσουν & λύσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λύσε | λύσετε & λύστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λύσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έλυνα | λύναμε |
Β | έλυνες | λύνατε |
Γ | έλυνε | έλυναν & λύναν προφ. & λύνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λύνομαι | λυνόμαστε |
Β | λύνεσαι | λύνεστε & λυνόσαστε προφ. |
Γ | λύνεται | λύνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λύθηκα | λυθήκαμε |
Β | λύθηκες | λυθήκατε |
Γ | λύθηκε | λύθηκαν & λυθήκαν προφ. & λυθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λυθώ | λυθούμε |
Β | λυθείς | λυθείτε |
Γ | λυθεί | λυθούν & λυθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λύσου | λυθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λυθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λυνόμουν & λυνόμουνα προφ. | λυνόμασταν & λυνόμαστε |
Β | λυνόσουν & λυνόσουνα προφ. | λυνόσασταν & λυνόσαστε προφ. |
Γ | λυνόταν & λυνότανε προφ. | λύνονταν & λυνόντανε προφ. & λυνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | λυμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
λύνω ρήμ.
- Σ: ξεπλέκω: Έλυσε τα μαλλιά της. Α: δένω5, πιάνω6, μαζεύω4
- Σ: ξεμοντάρω προφ., αποσυναρμολογώ: Έλυσα τη μηχανή. Α: μοντάρω2 προφ., συναρμολογώ
- Σ: ελευθερώνω3, αμολάω1 προφ.: Έλυσε το γάιδαρο. Α: δένω1
- Σ: κανονίζω2, τακτοποιώ2, διευθετώ: Καλύτερα να λύσουμε μεταξύ μας το θέμα.
- Σ: εξηγώ2, ερμηνεύω1: Έλυσε το μυστήριο.
- Σ: τερματίζω3, σταματάω4, παύω1: Έλυσαν την πολιορκία.
- Σ: ακυρώνω2, καταργώ1: Λύνω το συμβόλαιο.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.