Λεξισκόπιο: λοξός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λο-ξός

Μορφολογία

λοξός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολοξόςοιλοξοί
Γενικήτουλοξούτωνλοξών
Αιτιατικήτολοξότουςλοξούς
Κλητική λοξέ λοξοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλοξήοιλοξές
Γενικήτηςλοξήςτωνλοξών
Αιτιατικήτηλοξήτιςλοξές
Κλητική λοξή λοξές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολοξόταλοξά
Γενικήτουλοξούτωνλοξών
Αιτιατικήτολοξόταλοξά
Κλητική λοξό λοξά

λοξότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολοξότεροςοιλοξότεροι
Γενικήτουλοξότερουτωνλοξότερων
Αιτιατικήτολοξότεροτουςλοξότερους
Κλητική λοξότερε λοξότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλοξότερηοιλοξότερες
Γενικήτηςλοξότερηςτωνλοξότερων
Αιτιατικήτηλοξότερητιςλοξότερες
Κλητική λοξότερη λοξότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολοξότεροταλοξότερα
Γενικήτουλοξότερουτωνλοξότερων
Αιτιατικήτολοξότεροταλοξότερα
Κλητική λοξότερο λοξότερα

λοξότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολοξότατοςοιλοξότατοι
Γενικήτουλοξότατουτωνλοξότατων
Αιτιατικήτολοξότατοτουςλοξότατους
Κλητική λοξότατε λοξότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλοξότατηοιλοξότατες
Γενικήτηςλοξότατηςτωνλοξότατων
Αιτιατικήτηλοξότατητιςλοξότατες
Κλητική λοξότατη λοξότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολοξότατοταλοξότατα
Γενικήτουλοξότατουτωνλοξότατων
Αιτιατικήτολοξότατοταλοξότατα
Κλητική λοξότατο λοξότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

λοξός επίθ.

  1. Σπλάγιος4, γειρτός, στραβός1: Ο πίνακας είναι λίγο λοξός. Αίσιος2
  2. Σανισόρροπος1, παλαβός3, ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος

8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.