Λεξισκόπιο: λιώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λιώ-νω

Μορφολογία

λιώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλιώνωλιώνουμε & λιώνομε διαλ.
Βλιώνειςλιώνετε
Γλιώνειλιώνουν & λιώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλιώνελιώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήλιώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέλιωσαλιώσαμε
Βέλιωσεςλιώσατε
Γέλιωσεέλιωσαν
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλιώσωλιώσουμε & λιώσομε διαλ.
Βλιώσειςλιώσετε
Γλιώσειλιώσουν & λιώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλιώσελιώσετε & λιώστε
Αόριστος-Απαρέμφατολιώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέλιωναλιώναμε
Βέλιωνεςλιώνατε
Γέλιωνεέλιωναν & λιώναν προφ. & λιώνανε προφ. & λιώσαν προφ. & λιώσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήλιωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

λιώνω ρήμ.

  1. Σρευστοποιώ1: Η φωτιά λιώνει το μέταλλο. Αστερεοποιώ
  2. Σπολτοποιώ, συνθλίβω1: Λιώνεις το κρέας στο μίξερ.
  3. Σχύνω2, χωνεύω2: Λιώνουν το σίδηρο στο χωνευτήρι.
  4. Σφθείρω1, χαλάω2, παλιώνω: Τα 'λιωσες τα παπούτσια σου.
  5. Σαποσυντίθεμαι: Ο νεκρός δε θα έλιωσε ακόμη.
  6. Σμαραζώνω, αργοσβήνω: Λιώνει από έρωτα.
  7.  προφ. Σσπάω στο ξύλο, λιανίζω2 προφ.: Θα σε λιώσω!

λιώνει

  1. Στήκεται λόγ., ρευστοποιείται: Έλιωσε το χιόνι. / Το μολύβι έλιωσε. Αστερεοποιείται
  2. Σπολτοποιείται: Έλιωσαν οι πατάτες.
  3. Σφθείρεται: Το σακάκι έλιωσε στα μανίκια.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.