Λεξισκόπιο: λιπαρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λι-πα-ρός

Μορφολογία

λιπαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιπαρόςοιλιπαροί
Γενικήτουλιπαρούτωνλιπαρών
Αιτιατικήτολιπαρότουςλιπαρούς
Κλητική λιπαρέ λιπαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιπαρήοιλιπαρές
Γενικήτηςλιπαρήςτωνλιπαρών
Αιτιατικήτηλιπαρήτιςλιπαρές
Κλητική λιπαρή λιπαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιπαρόταλιπαρά
Γενικήτουλιπαρούτωνλιπαρών
Αιτιατικήτολιπαρόταλιπαρά
Κλητική λιπαρό λιπαρά

λιπαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιπαρότεροςοιλιπαρότεροι
Γενικήτουλιπαρότερουτωνλιπαρότερων
Αιτιατικήτολιπαρότεροτουςλιπαρότερους
Κλητική λιπαρότερε λιπαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιπαρότερηοιλιπαρότερες
Γενικήτηςλιπαρότερηςτωνλιπαρότερων
Αιτιατικήτηλιπαρότερητιςλιπαρότερες
Κλητική λιπαρότερη λιπαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιπαρότεροταλιπαρότερα
Γενικήτουλιπαρότερουτωνλιπαρότερων
Αιτιατικήτολιπαρότεροταλιπαρότερα
Κλητική λιπαρότερο λιπαρότερα

λιπαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιπαρότατοςοιλιπαρότατοι
Γενικήτουλιπαρότατουτωνλιπαρότατων
Αιτιατικήτολιπαρότατοτουςλιπαρότατους
Κλητική λιπαρότατε λιπαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιπαρότατηοιλιπαρότατες
Γενικήτηςλιπαρότατηςτωνλιπαρότατων
Αιτιατικήτηλιπαρότατητιςλιπαρότατες
Κλητική λιπαρότατη λιπαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιπαρότατοταλιπαρότατα
Γενικήτουλιπαρότατουτωνλιπαρότατων
Αιτιατικήτολιπαρότατοταλιπαρότατα
Κλητική λιπαρότατο λιπαρότατα

λιπαρός ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιπαρόςοιλιπαροί
Γενικήτουλιπαρούτωνλιπαρών
Αιτιατικήτολιπαρότουςλιπαρούς
Κλητική λιπαρέ λιπαροί

Συνώνυμα - Αντίθετα

λιπαρός επίθ.

  1. Σλιπώδης
  2. Σπαχύς2: λιπαρό κρέας Αάπαχος
  3. Αξηρός3 λόγ.: λιπαρή επιδερμίδα

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.