Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
λι-γό-ψυ-χος
λιγόψυχος επίθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
λιγόψυχος επίθ.
Σ: δειλός1, φοβητσιάρης, λιπόψυχος Α: γενναίος1
λιγο- [liɣo]
λιγό- [liɣó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
λιγ- [liɣ] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το επίθετο λίγος.
1. Μικρός βαθμός
Το λιγο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κατάσταση ή μία ιδιότητα υπάρχει σε μικρό βαθμό. Για παράδειγμα, λιγομίλητος είναι αυτός που μιλάει λίγο.
λιγοψυχιά | λιγόζωος, -η, -ο |
λιγόκαρδος, -η, -ο | |
λιγόλογος, -η, -ο | |
λιγομίλητος, -η, -ο | |
λιγόφαγος, -η, -ο | |
λιγόψυχος, -η, -ο |
Λέξεις με άλλες σημασίες
Η λέξη λιγοθυμάω προέρχεται από το λιποθυμάω.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
✔ Ορισμένες λέξεις με λιγο- έχουν λογιότερους τύπους με το ολιγο-* (π.χ. λιγόλογος - ολιγόλογος).