Λεξισκόπιο: λιανά

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λια-νά

Μορφολογία

λιανά ουσ. ουδ. μόνο πληθυντικός

Πληθυντικός
Ονομαστικήταλιανά
Γενικήτωνλιανών
Αιτιατικήταλιανά
Κλητική λιανά

λιανός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιανόςοιλιανοί
Γενικήτουλιανούτωνλιανών
Αιτιατικήτολιανότουςλιανούς
Κλητική λιανέ λιανοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιανήοιλιανές
Γενικήτηςλιανήςτωνλιανών
Αιτιατικήτηλιανήτιςλιανές
Κλητική λιανή λιανές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιανόταλιανά
Γενικήτουλιανούτωνλιανών
Αιτιατικήτολιανόταλιανά
Κλητική λιανό λιανά

λιανότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιανότεροςοιλιανότεροι
Γενικήτουλιανότερουτωνλιανότερων
Αιτιατικήτολιανότεροτουςλιανότερους
Κλητική λιανότερε λιανότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιανότερηοιλιανότερες
Γενικήτηςλιανότερηςτωνλιανότερων
Αιτιατικήτηλιανότερητιςλιανότερες
Κλητική λιανότερη λιανότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιανότεροταλιανότερα
Γενικήτουλιανότερουτωνλιανότερων
Αιτιατικήτολιανότεροταλιανότερα
Κλητική λιανότερο λιανότερα

λιανότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιανότατοςοιλιανότατοι
Γενικήτουλιανότατουτωνλιανότατων
Αιτιατικήτολιανότατοτουςλιανότατους
Κλητική λιανότατε λιανότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιανότατηοιλιανότατες
Γενικήτηςλιανότατηςτωνλιανότατων
Αιτιατικήτηλιανότατητιςλιανότατες
Κλητική λιανότατη λιανότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιανότατοταλιανότατα
Γενικήτουλιανότατουτωνλιανότατων
Αιτιατικήτολιανότατοταλιανότατα
Κλητική λιανότατο λιανότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

λιανά ουσ. προφ.

Σψιλά


λιανός επίθ. λαϊκ.

Σλεπτός2, αδύνατος3: Είναι λιανό αυτό το κλαράκι.

ΕΚΦ: το κάνω λιανά


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.