Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
λαμ-βά-νω
Μορφολογία
λαμβάνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λαμβάνω | λαμβάνουμε & λαμβάνομε διαλ. |
Β | λαμβάνεις | λαμβάνετε |
Γ | λαμβάνει | λαμβάνουν & λαμβάνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λάμβανε | λαμβάνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | λαμβάνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έλαβα | λάβαμε |
Β | έλαβες | λάβατε |
Γ | έλαβε | έλαβαν & λάβανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λάβω | λάβουμε & λάβομε διαλ. |
Β | λάβεις | λάβετε |
Γ | λάβει | λάβουν & λάβουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | λάβε | λάβετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | λάβει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λάμβανα | λαμβάναμε |
Β | λάμβανες | λαμβάνατε |
Γ | λάμβανε | λάμβαναν & λαμβάνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λαμβάνομαι | λαμβανόμαστε |
Β | λαμβάνεσαι | λαμβάνεστε & λαμβάνεσθε λόγ. & λαμβανόσαστε προφ. |
Γ | λαμβάνεται | λαμβάνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | λαμβάνεστε & λαμβάνεσθε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | λαμβανόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λήφθηκα & ελήφθην λόγ. | ληφθήκαμε |
Β | λήφθηκες & ελήφθης λόγ. | ληφθήκατε |
Γ | λήφθηκε & ελήφθη λόγ. | λήφθηκαν & ελήφθησαν λόγ. & ληφθήκαν προφ. & ληφθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ληφθώ | ληφθούμε |
Β | ληφθείς | ληφθείτε |
Γ | ληφθεί | ληφθούν & ληφθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ληφθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | λαμβανόμουν & λαμβανόμουνα προφ. | λαμβανόμασταν & λαμβανόμαστε |
Β | λαμβανόσουν & λαμβανόσουνα προφ. | λαμβανόσασταν & λαμβανόσαστε προφ. |
Γ | λαμβανόταν & λαμβανότανε προφ. | λαμβάνονταν & λαμβανόντανε προφ. & λαμβανόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ειλημμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
λαμβάνω ρήμ. λόγ.
- Σ: παίρνω11, λαβαίνω προφ.: Κάθε μήνα λαμβάνει επιταγή. Α: στέλνω1, αποστέλλω λόγ.
- Σ: ακούω: Με λαμβάνεις;
ΕΚΦ: λαμβάνω μέρος, λαμβάνω το λόγο, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνει χώρα
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.