Λεξισκόπιο: λαθεμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λα-θε-μέ-νος

Μορφολογία

λαθεμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολαθεμένοςοιλαθεμένοι
Γενικήτουλαθεμένουτωνλαθεμένων
Αιτιατικήτολαθεμένοτουςλαθεμένους
Κλητική λαθεμένε λαθεμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλαθεμένηοιλαθεμένες
Γενικήτηςλαθεμένηςτωνλαθεμένων
Αιτιατικήτηλαθεμένητιςλαθεμένες
Κλητική λαθεμένη λαθεμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολαθεμένοταλαθεμένα
Γενικήτουλαθεμένουτωνλαθεμένων
Αιτιατικήτολαθεμένοταλαθεμένα
Κλητική λαθεμένο λαθεμένα

λαθεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλαθεύωλαθεύουμε & λαθεύομε διαλ.
Βλαθεύειςλαθεύετε
Γλαθεύειλαθεύουν & λαθεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλάθευελαθεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήλαθεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλάθεψαλαθέψαμε
Βλάθεψεςλαθέψατε
Γλάθεψελάθεψαν & λαθέψαν προφ. & λαθέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλαθέψωλαθέψουμε & λαθέψομε διαλ.
Βλαθέψειςλαθέψετε
Γλαθέψειλαθέψουν & λαθέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βλάθεψελαθέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατολαθέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αλάθευαλαθεύαμε
Βλάθευεςλαθεύατε
Γλάθευελάθευαν & λαθεύαν προφ. & λαθεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήλαθεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

λαθεμένος επίθ.

Σλανθασμένος, σφαλερός, εσφαλμένος λόγ., λάθος3


λαθεύω ρήμ.

Σσφάλλω1 λόγ., αστοχώ2, κάνω λάθος, πέφτω έξω1


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.