Λεξισκόπιο: κατεργασμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τερ-γα-σμέ-νος

Μορφολογία

κατεργάζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατεργάζομαικατεργαζόμαστε
Βκατεργάζεσαικατεργάζεστε & κατεργαζόσαστε προφ.
Γκατεργάζεταικατεργάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκατεργάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκατεργαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατεργάστηκα & κατεργάσθηκα λόγ. κατεργαστήκαμε & κατεργασθήκαμε λόγ.
Βκατεργάστηκες & κατεργάσθηκες λόγ. κατεργαστήκατε & κατεργασθήκατε λόγ.
Γκατεργάστηκε & κατεργάσθηκε λόγ. κατεργάστηκαν & κατεργάσθηκαν λόγ. & κατεργαστήκαν προφ. & κατεργαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατεργαστώ & κατεργασθώ λόγ. κατεργαστούμε & κατεργασθούμε λόγ.
Βκατεργαστείς & κατεργασθείς λόγ. κατεργαστείτε & κατεργασθείτε λόγ.
Γκατεργαστεί & κατεργασθεί λόγ. κατεργαστούν & κατεργασθούν λόγ. & κατεργασθούνε λόγ. & κατεργαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατεργάσουκατεργαστείτε & κατεργασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκατεργαστεί & κατεργασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατεργαζόμουν & κατεργαζόμουνα προφ. κατεργαζόμασταν & κατεργαζόμαστε
Βκατεργαζόσουν & κατεργαζόσουνα προφ. κατεργαζόσασταν & κατεργαζόσαστε προφ.
Γκατεργαζόταν & κατεργαζότανε προφ. κατεργάζονταν & κατεργαζόντανε προφ. & κατεργαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκατεργασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κατεργάζομαι ρήμ.

Σεπεξεργάζομαι1, δουλεύω3: Στη βιοτεχνία κατεργάζονται δέρματα για παπούτσια.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.