Λεξισκόπιο: καταψύχω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τα-ψύ-χω

Μορφολογία

καταψύχω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταψύχωκαταψύχουμε & καταψύχομε διαλ.
Βκαταψύχειςκαταψύχετε
Γκαταψύχεικαταψύχουν & καταψύχουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατάψυχεκαταψύχετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαταψύχοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατέψυξακαταψύξαμε
Βκατέψυξεςκαταψύξατε
Γκατέψυξεκατέψυξαν & καταψύξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταψύξωκαταψύξουμε & καταψύξομε διαλ.
Βκαταψύξειςκαταψύξετε
Γκαταψύξεικαταψύξουν & καταψύξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατάψυξεκαταψύξετε & καταψύξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταψύξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατέψυχακαταψύχαμε
Βκατέψυχεςκαταψύχατε
Γκατέψυχεκατέψυχαν & καταψύχανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταψύχομαικαταψυχόμαστε
Βκαταψύχεσαικαταψύχεστε & καταψυχόσαστε προφ.
Γκαταψύχεταικαταψύχονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαταψύχεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαταψυχόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταψύχθηκακαταψυχθήκαμε
Βκαταψύχθηκεςκαταψυχθήκατε
Γκαταψύχθηκε & κατεψύχη λόγ. καταψύχθηκαν & κατεψύχησαν λόγ. & καταψυχθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταψυχθώκαταψυχθούμε
Βκαταψυχθείςκαταψυχθείτε
Γκαταψυχθείκαταψυχθούν & καταψυχθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταψύξουκαταψυχθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταψυχθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταψυχόμουν & καταψυχόμουνα προφ. καταψυχόμασταν & καταψυχόμαστε
Βκαταψυχόσουν & καταψυχόσουνα προφ. καταψυχόσασταν & καταψυχόσαστε προφ.
Γκαταψυχόταν & καταψυχότανε προφ. καταψύχονταν & καταψυχόντανε προφ. & καταψυχόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαταψυγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καταψύχω ρήμ.

Σψύχω2 λόγ., παγώνω1 Ααποψύχω λόγ.


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.