Λεξισκόπιο: κατασταλαγμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τα-στα-λαγ-μέ-νος

Μορφολογία

κατασταλάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατασταλάζωκατασταλάζουμε & κατασταλάζομε διαλ.
Βκατασταλάζειςκατασταλάζετε
Γκατασταλάζεικατασταλάζουν & κατασταλάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταστάλαζεκατασταλάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήκατασταλάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταστάλαξακατασταλάξαμε
Βκαταστάλαξεςκατασταλάξατε
Γκαταστάλαξεκαταστάλαξαν & κατασταλάξαν προφ. & κατασταλάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατασταλάξωκατασταλάξουμε & κατασταλάξομε διαλ.
Βκατασταλάξειςκατασταλάξετε
Γκατασταλάξεικατασταλάξουν & κατασταλάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταστάλαξεκατασταλάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκατασταλάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταστάλαζακατασταλάζαμε
Βκαταστάλαζεςκατασταλάζατε
Γκαταστάλαζεκαταστάλαζαν & κατασταλάζαν προφ. & κατασταλάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήκατασταλαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κατασταλαγμένος επίθ.

Σώριμος2, ξεκαθαρισμένος Αακαταστάλαχτος


κατασταλάζω ρήμ.

Σκαταλήγω1, φτάνω4: Δεν έχει κατασταλάξει ακόμα σε οριστική απόφαση.

κατασταλάζει

Σκατακάθεται1


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.