Λεξισκόπιο: καλυτερεύει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-λυ-τε-ρεύ-ει

Μορφολογία

καλυτερεύω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλυτερεύωκαλυτερεύουμε & καλυτερεύομε διαλ.
Βκαλυτερεύειςκαλυτερεύετε
Γκαλυτερεύεικαλυτερεύουν & καλυτερεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαλυτέρευεκαλυτερεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαλυτερεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλυτέρευσα & καλυτέρεψακαλυτερέψαμε & καλυτερεύσαμε
Βκαλυτέρευσες & καλυτέρεψεςκαλυτερέψατε & καλυτερεύσατε
Γκαλυτέρευσε & καλυτέρεψεκαλυτέρευσαν & καλυτέρεψαν & καλυτερέψαν προφ. & καλυτερέψανε προφ. & καλυτερεύσαν προφ. & καλυτερεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλυτερέψω & καλυτερεύσωκαλυτερέψουμε & καλυτερεύσουμε & καλυτερέψομε διαλ. & καλυτερεύσομε διαλ.
Βκαλυτερέψεις & καλυτερεύσειςκαλυτερέψετε & καλυτερεύσετε
Γκαλυτερέψει & καλυτερεύσεικαλυτερέψουν & καλυτερεύσουν & καλυτερέψουνε προφ. & καλυτερεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαλυτέρευσε & καλυτέρεψεκαλυτερέψτε & καλυτερεύστε & καλυτερεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκαλυτερέψει & καλυτερεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλυτέρευακαλυτερεύαμε
Βκαλυτέρευεςκαλυτερεύατε
Γκαλυτέρευεκαλυτέρευαν & καλυτερεύαν προφ. & καλυτερεύανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

καλυτερεύω ρήμ.

Σβελτιώνω: Προσπαθεί να καλυτερέψει την ποιότητα της ζωής του. Αεπιδεινώνω

καλυτερεύει

Σβελτιώνεται: Κανονίσαμε να πάμε μια εκδρομή όταν καλυτερέψει ο καιρός. Αχειροτερεύει


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.