Λεξισκόπιο: καθαρίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-θα-ρί-ζω

Μορφολογία

καθαρίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθαρίζωκαθαρίζουμε & καθαρίζομε διαλ.
Βκαθαρίζειςκαθαρίζετε
Γκαθαρίζεικαθαρίζουν & καθαρίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθάριζεκαθαρίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαθαρίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθάρισακαθαρίσαμε
Βκαθάρισεςκαθαρίσατε
Γκαθάρισεκαθάρισαν & καθαρίσαν προφ. & καθαρίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθαρίσωκαθαρίσουμε & καθαρίσομε διαλ.
Βκαθαρίσειςκαθαρίσετε
Γκαθαρίσεικαθαρίσουν & καθαρίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθάρισεκαθαρίσετε & καθαρίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαθαρίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθάριζακαθαρίζαμε
Βκαθάριζεςκαθαρίζατε
Γκαθάριζεκαθάριζαν & καθαρίζαν προφ. & καθαρίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθαρίζομαικαθαριζόμαστε
Βκαθαρίζεσαικαθαρίζεστε & καθαριζόσαστε προφ.
Γκαθαρίζεταικαθαρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαθαρίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαθαριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθαρίστηκακαθαριστήκαμε
Βκαθαρίστηκεςκαθαριστήκατε
Γκαθαρίστηκεκαθαρίστηκαν & καθαριστήκαν προφ. & καθαριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθαριστώκαθαριστούμε
Βκαθαριστείςκαθαριστείτε
Γκαθαριστείκαθαριστούν & καθαριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθαρίσουκαθαριστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαθαριστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθαριζόμουν & καθαριζόμουνα προφ. καθαριζόμασταν & καθαριζόμαστε
Βκαθαριζόσουν & καθαριζόσουνα προφ. καθαριζόσασταν & καθαριζόσαστε προφ.
Γκαθαριζόταν & καθαριζότανε προφ. καθαρίζονταν & καθαριζόντανε προφ. & καθαριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαθαρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καθαρίζω ρήμ.

  1. Σξεβρομίζω, απορρυπαίνω λόγ. Αλερώνω1, βρομίζω1, ρυπαίνω1 λόγ.
  2. Σξεφλουδίζω1, αποφλοιώνω: Καθαρίζει πατάτες.
  3. Σξεθολώνω1, ξεθαμπώνω, λαμπικάρω2 προφ.
  4. Σεξαγνίζω, αποκαθαίρω λόγ.
  5. Σαπαλλάσσομαι1, ξεφορτώνομαι1: Καθάρισε η παιδική χαρά από το σκουπιδαριό.
  6.  προφ. Σσκοτώνω1, ξεκάνω1 προφ., ξεπαστρεύω προφ.: Φρόντισαν να τον καθαρίσουν πριν μιλήσει.
  7.  προφ. Σκερδίζω1, βγάζω13, οικονομάω προφ.: Καθάρισα πολλά από το μαγαζί.
  8.  προφ. Σξεμπλέκω4, ξεμπερδεύω4: Καθάρισε η Γιουβέντους με γκολ στο 7΄.

καθαρίζεται & καθαρίζει

Σξεβρομίζεται, ξεβρομίζει: Το πουκάμισο αυτό καθαρίζει μόνο με χλωρίνη. Αλερώνεται


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.