Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-φαρ-μο-σμέ-νος
Μορφολογία
εφαρμοσμένος επίθ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | εφαρμοσμένος | οι | εφαρμοσμένοι |
Γενική | του | εφαρμοσμένου | των | εφαρμοσμένων |
Αιτιατική | τον | εφαρμοσμένο | τους | εφαρμοσμένους |
Κλητική | | εφαρμοσμένε | | εφαρμοσμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | εφαρμοσμένη | οι | εφαρμοσμένες |
Γενική | της | εφαρμοσμένης | των | εφαρμοσμένων |
Αιτιατική | την | εφαρμοσμένη | τις | εφαρμοσμένες |
Κλητική | | εφαρμοσμένη | | εφαρμοσμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | εφαρμοσμένο | τα | εφαρμοσμένα |
Γενική | του | εφαρμοσμένου | των | εφαρμοσμένων |
Αιτιατική | το | εφαρμοσμένο | τα | εφαρμοσμένα |
Κλητική | | εφαρμοσμένο | | εφαρμοσμένα |
|
εφαρμόζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφαρμόζω | εφαρμόζουμε & εφαρμόζομε διαλ. |
Β | εφαρμόζεις | εφαρμόζετε |
Γ | εφαρμόζει | εφαρμόζουν & εφαρμόζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εφάρμοζε | εφαρμόζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εφαρμόζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφάρμοσα | εφαρμόσαμε |
Β | εφάρμοσες | εφαρμόσατε |
Γ | εφάρμοσε | εφάρμοσαν & εφαρμόσαν προφ. & εφαρμόσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφαρμόσω | εφαρμόσουμε & εφαρμόσομε διαλ. |
Β | εφαρμόσεις | εφαρμόσετε |
Γ | εφαρμόσει | εφαρμόσουν & εφαρμόσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εφάρμοσε | εφαρμόσετε & εφαρμόστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εφαρμόσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφάρμοζα | εφαρμόζαμε |
Β | εφάρμοζες | εφαρμόζατε |
Γ | εφάρμοζε | εφάρμοζαν & εφαρμόζαν προφ. & εφαρμόζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφαρμόζομαι | εφαρμοζόμαστε |
Β | εφαρμόζεσαι | εφαρμόζεστε & εφαρμοζόσαστε προφ. |
Γ | εφαρμόζεται | εφαρμόζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εφαρμοζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφαρμόστηκα & εφαρμόσθηκα λόγ. | εφαρμοστήκαμε & εφαρμοσθήκαμε λόγ. |
Β | εφαρμόστηκες & εφαρμόσθηκες λόγ. | εφαρμοστήκατε & εφαρμοσθήκατε λόγ. |
Γ | εφαρμόστηκε & εφαρμόσθηκε λόγ. | εφαρμόστηκαν & εφαρμόσθηκαν λόγ. & εφαρμοστήκαν προφ. & εφαρμοστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφαρμοστώ & εφαρμοσθώ λόγ. | εφαρμοστούμε & εφαρμοσθούμε λόγ. |
Β | εφαρμοστείς & εφαρμοσθείς λόγ. | εφαρμοστείτε & εφαρμοσθείτε λόγ. |
Γ | εφαρμοστεί & εφαρμοσθεί λόγ. | εφαρμοστούν & εφαρμοσθούν λόγ. & εφαρμοσθούνε λόγ. & εφαρμοστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εφαρμόσου | εφαρμοστείτε & εφαρμοσθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εφαρμοστεί & εφαρμοσθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εφαρμοζόμουν & εφαρμοζόμουνα προφ. | εφαρμοζόμασταν & εφαρμοζόμαστε |
Β | εφαρμοζόσουν & εφαρμοζόσουνα προφ. | εφαρμοζόσασταν & εφαρμοζόσαστε προφ. |
Γ | εφαρμοζόταν & εφαρμοζότανε προφ. | εφαρμόζονταν & εφαρμοζόντανε προφ. & εφαρμοζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εφαρμοσμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εφαρμοσμένος επίθ.
Α: θεωρητικός2: εφαρμοσμένη γλωσσολογία
εφαρμόζω ρήμ.
- Σ: προσαρμόζω1, συνταιριάζω: Δεν είχα εφαρμόσει σωστά το καπάκι στο βαρέλι.
- Σ: θέτω σε εφαρμογή, εισάγω3, καθιερώνω2: Εφαρμόζει νέα μέθοδο.
- Σ: ακολουθώ4: Εφαρμόζουν πιστά το πρόγραμμα.
εφαρμόζει
Σ: είναι εφαρμοστό, στρώνει3: Το φόρεμά της εφαρμόζει τονίζοντας τις καμπύλες του σώματός της.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.