Λεξισκόπιο: ευρύνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ευ-ρύ-νω

Μορφολογία

ευρύνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αευρύνωευρύνουμε & ευρύνομε διαλ.
Βευρύνειςευρύνετε
Γευρύνειευρύνουν & ευρύνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεύρυνεευρύνετε
Ενεστώτας-Μετοχήευρύνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεύρυναευρύναμε
Βεύρυνεςευρύνατε
Γεύρυνεεύρυναν & ευρύναν προφ. & ευρύνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αευρύνωευρύνουμε & ευρύνομε διαλ.
Βευρύνειςευρύνετε
Γευρύνειευρύνουν & ευρύνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεύρυνεευρύνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοευρύνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεύρυναευρύναμε
Βεύρυνεςευρύνατε
Γεύρυνεεύρυναν & ευρύναν προφ. & ευρύνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αευρύνομαιευρυνόμαστε
Βευρύνεσαιευρύνεστε & ευρυνόσαστε προφ.
Γευρύνεταιευρύνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βευρύνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήευρυνόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αευρύνθηκαευρυνθήκαμε
Βευρύνθηκεςευρυνθήκατε
Γευρύνθηκεευρύνθηκαν & ευρυνθήκαν προφ. & ευρυνθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αευρυνθώευρυνθούμε
Βευρυνθείςευρυνθείτε
Γευρυνθείευρυνθούν & ευρυνθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βευρύνσουευρυνθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοευρυνθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αευρυνόμουν & ευρυνόμουνα προφ. ευρυνόμασταν & ευρυνόμαστε
Βευρυνόσουν & ευρυνόσουνα προφ. ευρυνόσασταν & ευρυνόσαστε προφ.
Γευρυνόταν & ευρυνότανε προφ. ευρύνονταν & ευρυνόντανε προφ. & ευρυνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήευρυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ευρύνω ρήμ.

  1. Σφαρδαίνω2, διαπλατύνω
  2. Σδιευρύνω2, επεκτείνω2: Ευρύνει διαρκώς τον κύκλο των γνωριμιών του. Απεριορίζω1

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.