Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-στι-ά-ζω
Μορφολογία
εστιάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστιάζω | εστιάζουμε & εστιάζομε διαλ. |
Β | εστιάζεις | εστιάζετε |
Γ | εστιάζει | εστιάζουν & εστιάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εστίαζε | εστιάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εστιάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστίασα | εστιάσαμε |
Β | εστίασες | εστιάσατε |
Γ | εστίασε | εστίασαν & εστιάσαν προφ. & εστιάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστιάσω | εστιάσουμε & εστιάσομε διαλ. |
Β | εστιάσεις | εστιάσετε |
Γ | εστιάσει | εστιάσουν & εστιάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εστίασε | εστιάσετε & εστιάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εστιάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστίαζα | εστιάζαμε |
Β | εστίαζες | εστιάζατε |
Γ | εστίαζε | εστίαζαν & εστιάζαν προφ. & εστιάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστιάζομαι | εστιαζόμαστε |
Β | εστιάζεσαι | εστιάζεστε & εστιαζόσαστε προφ. |
Γ | εστιάζεται | εστιάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εστιαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστιάστηκα & εστιάσθηκα λόγ. | εστιαστήκαμε & εστιασθήκαμε λόγ. |
Β | εστιάστηκες & εστιάσθηκες λόγ. | εστιαστήκατε & εστιασθήκατε λόγ. |
Γ | εστιάστηκε & εστιάσθηκε λόγ. | εστιάστηκαν & εστιάσθηκαν λόγ. & εστιαστήκαν προφ. & εστιαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστιαστώ & εστιασθώ λόγ. | εστιαστούμε & εστιασθούμε λόγ. |
Β | εστιαστείς & εστιασθείς λόγ. | εστιαστείτε & εστιασθείτε λόγ. |
Γ | εστιαστεί & εστιασθεί λόγ. | εστιαστούν & εστιασθούν λόγ. & εστιασθούνε λόγ. & εστιαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εστιάσου | εστιαστείτε & εστιασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εστιαστεί & εστιασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εστιαζόμουν & εστιαζόμουνα προφ. | εστιαζόμασταν & εστιαζόμαστε |
Β | εστιαζόσουν & εστιαζόσουνα προφ. | εστιαζόσασταν & εστιαζόσαστε προφ. |
Γ | εστιαζόταν & εστιαζότανε προφ. | εστιάζονταν & εστιαζόντανε προφ. & εστιαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εστιασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εστιάζω ρήμ.
- Σ: επικεντρώνω, συγκεντρώνω4
- Σ: νετάρω4
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.