Λεξισκόπιο: ερεθίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ρε-θί-ζο-μαι

Μορφολογία

ερεθίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερεθίζωερεθίζουμε & ερεθίζομε διαλ.
Βερεθίζειςερεθίζετε
Γερεθίζειερεθίζουν & ερεθίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερέθιζεερεθίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήερεθίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερέθισαερεθίσαμε
Βερέθισεςερεθίσατε
Γερέθισεερέθισαν & ερεθίσαν προφ. & ερεθίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερεθίσωερεθίσουμε & ερεθίσομε διαλ.
Βερεθίσειςερεθίσετε
Γερεθίσειερεθίσουν & ερεθίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερέθισεερεθίσετε & ερεθίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοερεθίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερέθιζαερεθίζαμε
Βερέθιζεςερεθίζατε
Γερέθιζεερέθιζαν & ερεθίζαν προφ. & ερεθίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερεθίζομαιερεθιζόμαστε
Βερεθίζεσαιερεθίζεστε & ερεθιζόσαστε προφ.
Γερεθίζεταιερεθίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βερεθίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήερεθιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερεθίστηκα & ερεθίσθηκα λόγ. ερεθιστήκαμε & ερεθισθήκαμε λόγ.
Βερεθίστηκες & ερεθίσθηκες λόγ. ερεθιστήκατε & ερεθισθήκατε λόγ.
Γερεθίστηκε & ερεθίσθηκε λόγ. ερεθίστηκαν & ερεθίσθηκαν λόγ. & ερεθιστήκαν προφ. & ερεθιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερεθιστώ & ερεθισθώ λόγ. ερεθιστούμε & ερεθισθούμε λόγ.
Βερεθιστείς & ερεθισθείς λόγ. ερεθιστείτε & ερεθισθείτε λόγ.
Γερεθιστεί & ερεθισθεί λόγ. ερεθιστούν & ερεθισθούν λόγ. & ερεθισθούνε λόγ. & ερεθιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερεθίσουερεθιστείτε & ερεθισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοερεθιστεί & ερεθισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερεθιζόμουν & ερεθιζόμουνα προφ. ερεθιζόμασταν & ερεθιζόμαστε
Βερεθιζόσουν & ερεθιζόσουνα προφ. ερεθιζόσασταν & ερεθιζόσαστε προφ.
Γερεθιζόταν & ερεθιζότανε προφ. ερεθίζονταν & ερεθιζόντανε προφ. & ερεθιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήερεθισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ερεθίζω ρήμ.

  1. Σπροκαλώ ερεθισμό: σαμπουάν που δεν ερεθίζει τα μάτια
  2. Σδιεγείρω, αναστατώνω5, προκαλώ1, εξάπτω, ανάβω2 προφ.: Το περπάτημά της ερεθίζει τους άντρες.
  3. Σκεντρίζω2, παρακινώ: αισθητικές που ερεθίζουν τη φαντασία
  4. Σεκνευρίζω, κουρδίζω2 προφ., πικάρω προφ.: Η αδιαφορία σας με ερεθίζει.
  5. Σεξαγριώνω, εξοργίζω: Η προκλητική τους ασυδοσία ερεθίζει το λαό. Ακατευνάζω

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.