Λεξισκόπιο: εργατικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ερ-γα-τι-κός

Μορφολογία

εργατικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεργατικόςοιεργατικοί
Γενικήτουεργατικούτωνεργατικών
Αιτιατικήτονεργατικότουςεργατικούς
Κλητική εργατικέ εργατικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεργατικήοιεργατικές
Γενικήτηςεργατικήςτωνεργατικών
Αιτιατικήτηνεργατικήτιςεργατικές
Κλητική εργατική εργατικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεργατικόταεργατικά
Γενικήτουεργατικούτωνεργατικών
Αιτιατικήτοεργατικόταεργατικά
Κλητική εργατικό εργατικά

εργατικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεργατικότεροςοιεργατικότεροι
Γενικήτουεργατικότερουτωνεργατικότερων
Αιτιατικήτονεργατικότεροτουςεργατικότερους
Κλητική εργατικότερε εργατικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεργατικότερηοιεργατικότερες
Γενικήτηςεργατικότερηςτωνεργατικότερων
Αιτιατικήτηνεργατικότερητιςεργατικότερες
Κλητική εργατικότερη εργατικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεργατικότεροταεργατικότερα
Γενικήτουεργατικότερουτωνεργατικότερων
Αιτιατικήτοεργατικότεροταεργατικότερα
Κλητική εργατικότερο εργατικότερα

εργατικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεργατικότατοςοιεργατικότατοι
Γενικήτουεργατικότατουτωνεργατικότατων
Αιτιατικήτονεργατικότατοτουςεργατικότατους
Κλητική εργατικότατε εργατικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεργατικότατηοιεργατικότατες
Γενικήτηςεργατικότατηςτωνεργατικότατων
Αιτιατικήτηνεργατικότατητιςεργατικότατες
Κλητική εργατικότατη εργατικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεργατικότατοταεργατικότατα
Γενικήτουεργατικότατουτωνεργατικότατων
Αιτιατικήτοεργατικότατοταεργατικότατα
Κλητική εργατικότατο εργατικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

εργατικός επίθ.

Σφίλεργος λόγ., φιλόπονος Αοκνηρός1


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.