Λεξισκόπιο: επουλώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-που-λώ-νω

Μορφολογία

επουλώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπουλώνωεπουλώνουμε & επουλώνομε διαλ.
Βεπουλώνειςεπουλώνετε
Γεπουλώνειεπουλώνουν & επουλώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπούλωνεεπουλώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπουλώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπούλωσαεπουλώσαμε
Βεπούλωσεςεπουλώσατε
Γεπούλωσεεπούλωσαν & επουλώσαν προφ. & επουλώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπουλώσωεπουλώσουμε & επουλώσομε διαλ.
Βεπουλώσειςεπουλώσετε
Γεπουλώσειεπουλώσουν & επουλώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπούλωσεεπουλώσετε & επουλώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπουλώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπούλωναεπουλώναμε
Βεπούλωνεςεπουλώνατε
Γεπούλωνεεπούλωναν & επουλώναν προφ. & επουλώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπουλώνομαιεπουλωνόμαστε
Βεπουλώνεσαιεπουλώνεστε & επουλωνόσαστε προφ.
Γεπουλώνεταιεπουλώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπουλώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπουλούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπουλώθηκαεπουλωθήκαμε
Βεπουλώθηκεςεπουλωθήκατε
Γεπουλώθηκεεπουλώθηκαν & επουλωθήκαν προφ. & επουλωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπουλωθώεπουλωθούμε
Βεπουλωθείςεπουλωθείτε
Γεπουλωθείεπουλωθούν & επουλωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπουλώσουεπουλωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπουλωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπουλωνόμουν & επουλωνόμουνα προφ. επουλωνόμασταν & επουλωνόμαστε
Βεπουλωνόσουν & επουλωνόσουνα προφ. επουλωνόσασταν & επουλωνόσαστε προφ.
Γεπουλωνόταν & επουλωνότανε προφ. επουλώνονταν & επουλωνόντανε προφ. & επουλωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπουλωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επουλώνω ρήμ.

Σθεραπεύω1, γιατρεύω προφ., γιαίνω1 λαϊκ.: Ο χρόνος επούλωσε τις πληγές.

επουλώνεται

Σθρέφει1 προφ., κλείνει3


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.