Λεξισκόπιο: επιτηδευμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-τη-δευ-μέ-νος

Μορφολογία

επιτηδευμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεπιτηδευμένοςοιεπιτηδευμένοι
Γενικήτουεπιτηδευμένουτωνεπιτηδευμένων
Αιτιατικήτονεπιτηδευμένοτουςεπιτηδευμένους
Κλητική επιτηδευμένε επιτηδευμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεπιτηδευμένηοιεπιτηδευμένες
Γενικήτηςεπιτηδευμένηςτωνεπιτηδευμένων
Αιτιατικήτηνεπιτηδευμένητιςεπιτηδευμένες
Κλητική επιτηδευμένη επιτηδευμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεπιτηδευμένοταεπιτηδευμένα
Γενικήτουεπιτηδευμένουτωνεπιτηδευμένων
Αιτιατικήτοεπιτηδευμένοταεπιτηδευμένα
Κλητική επιτηδευμένο επιτηδευμένα

επιτηδεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιτηδεύομαιεπιτηδευόμαστε
Βεπιτηδεύεσαιεπιτηδεύεστε & επιτηδευόσαστε προφ.
Γεπιτηδεύεταιεπιτηδεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπιτηδεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιτηδευόμενος
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιτηδευόμουν & επιτηδευόμουνα προφ. επιτηδευόμασταν & επιτηδευόμαστε
Βεπιτηδευόσουν & επιτηδευόσουνα προφ. επιτηδευόσασταν & επιτηδευόσαστε προφ.
Γεπιτηδευόταν & επιτηδευότανε προφ. επιτηδεύονταν & επιτηδευόντανε προφ. & επιτηδευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπιτηδευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επιτηδευμένος επίθ.

Σπροσποιητός, υποκριτικός Αανεπιτήδευτος


επιτηδεύομαι ρήμ.

 παρωχ. Σενασχολούμαι λόγ., καταγίνομαι λαϊκ.: Επιτηδεύεται στη μαγειρική.


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.