Λεξισκόπιο: επιλεγόμενος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-λε-γό-με-νος

Μορφολογία

επιλέγω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιλέγωεπιλέγουμε & επιλέγομε διαλ.
Βεπιλέγειςεπιλέγετε
Γεπιλέγειεπιλέγουν & επιλέγουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπίλεγεεπιλέγετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιλέγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπέλεξαεπιλέξαμε
Βεπέλεξεςεπιλέξατε
Γεπέλεξεεπέλεξαν & επιλέξαν προφ. & επιλέξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιλέξωεπιλέξουμε & επιλέξομε διαλ.
Βεπιλέξειςεπιλέξετε
Γεπιλέξειεπιλέξουν & επιλέξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπίλεξεεπιλέξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιλέξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπέλεγαεπιλέγαμε
Βεπέλεγεςεπιλέγατε
Γεπέλεγεεπέλεγαν & επιλέγαν προφ. & επιλέγανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιλέγομαιεπιλεγόμαστε
Βεπιλέγεσαιεπιλέγεστε & επιλεγόσαστε προφ.
Γεπιλέγεταιεπιλέγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπιλέγεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιλεγόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιλέχτηκα & επελέγην λόγ. & επιλέχθηκα λόγ. επιλεχτήκαμε & επιλεχθήκαμε λόγ.
Βεπιλέχτηκες & επελέγης λόγ. & επιλέχθηκες λόγ. επιλεχτήκατε & επιλεχθήκατε λόγ.
Γεπιλέχτηκε & επελέγη λόγ. & επιλέχθηκε λόγ. επιλέχτηκαν & επελέγησαν λόγ. & επιλέχθηκαν λόγ. & επιλεχθήκανε λόγ. & επιλεχτήκαν προφ. & επιλεχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιλεγώ & επιλεχτώ & επιλεχθώ λόγ. επιλεγούμε & επιλεχτούμε & επιλεχθούμε λόγ.
Βεπιλεγείς & επιλεχτείς & επιλεχθείς λόγ. επιλεγείτε & επιλεχτείτε & επιλεχθείτε λόγ.
Γεπιλεγεί & επιλεχτεί & επιλεχθεί λόγ. επιλεγούν & επιλεχτούν & επιλεχθούν λόγ. & επιλεχθούνε λόγ. & επιλεγούνε προφ. & επιλεχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιλέξουεπιλεγείτε & επιλεχτείτε & επιλεχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιλεγεί & επιλεχτεί & επιλεχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιλεγόμουν & επιλεγόμουνα προφ. επιλεγόμασταν & επιλεγόμαστε
Βεπιλεγόσουν & επιλεγόσουνα προφ. επιλεγόσασταν & επιλεγόσαστε προφ.
Γεπιλεγόταν & επιλεγότανε προφ. επιλέγονταν & επιλεγόντανε προφ. & επιλεγόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπιλεγμένος

επιλεγόμενος ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεπιλεγόμενοςοιεπιλεγόμενοι
Γενικήτουεπιλεγόμενουτωνεπιλεγόμενων
Αιτιατικήτονεπιλεγόμενοτουςεπιλεγόμενους
Κλητική επιλεγόμενε επιλεγόμενοι

επιλεγόμενη ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεπιλεγόμενηοιεπιλεγόμενες
Γενικήτηςεπιλεγόμενηςτωνεπιλεγόμενων
Αιτιατικήτηνεπιλεγόμενητιςεπιλεγόμενες
Κλητική επιλεγόμενη επιλεγόμενες

επιλεγόμενο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεπιλεγόμενοταεπιλεγόμενα
Γενικήτουεπιλεγόμενουτωνεπιλεγόμενων
Αιτιατικήτοεπιλεγόμενοταεπιλεγόμενα
Κλητική επιλεγόμενο επιλεγόμενα

επιλεγόμενος μτχ. παθ. ενεστ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεπιλεγόμενοςοιεπιλεγόμενοι
Γενικήτουεπιλεγόμενουτωνεπιλεγόμενων
Αιτιατικήτονεπιλεγόμενοτουςεπιλεγόμενους
Κλητική επιλεγόμενε επιλεγόμενοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεπιλεγόμενηοιεπιλεγόμενες
Γενικήτηςεπιλεγόμενηςτωνεπιλεγόμενων
Αιτιατικήτηνεπιλεγόμενητιςεπιλεγόμενες
Κλητική επιλεγόμενη επιλεγόμενες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεπιλεγόμενοταεπιλεγόμενα
Γενικήτουεπιλεγόμενουτωνεπιλεγόμενων
Αιτιατικήτοεπιλεγόμενοταεπιλεγόμενα
Κλητική επιλεγόμενο επιλεγόμενα

Συνώνυμα - Αντίθετα

επιλέγω ρήμ.

  1. Σδιαλέγω1, προτιμάω2
  2. Σπροκρίνω1: Μέσω του διαγωνισμού θα επιλεγούν οι καλύτεροι.

επιλεγόμενος μτχ.

Σεπονομαζόμενος, επικαλούμενος, λεγόμενος: ο Βασίλειος ο Β΄, ο επιλεγόμενος Βουλγαροκτόνος


8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.