Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-πι-θε-ω-ρώ
Μορφολογία
επιθεωρώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρώ | επιθεωρούμε |
Β | επιθεωρείς | επιθεωρείτε |
Γ | επιθεωρεί | επιθεωρούν & επιθεωρούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | επιθεωρώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεώρησα | επιθεωρήσαμε |
Β | επιθεώρησες | επιθεωρήσατε |
Γ | επιθεώρησε | επιθεώρησαν & επιθεωρήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρήσω | επιθεωρήσουμε & επιθεωρήσομε διαλ. |
Β | επιθεωρήσεις | επιθεωρήσετε |
Γ | επιθεωρήσει | επιθεωρήσουν & επιθεωρήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επιθεώρησε | επιθεωρήσετε & επιθεωρήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | επιθεωρήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρούσα | επιθεωρούσαμε |
Β | επιθεωρούσες | επιθεωρούσατε |
Γ | επιθεωρούσε | επιθεωρούσαν & επιθεωρούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρούμαι | επιθεωρούμαστε προφ. |
Β | επιθεωρείσαι | επιθεωρείστε |
Γ | επιθεωρείται | επιθεωρούνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | επιθεωρείστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | επιθεωρούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρήθηκα | επιθεωρηθήκαμε |
Β | επιθεωρήθηκες | επιθεωρηθήκατε |
Γ | επιθεωρήθηκε | επιθεωρήθηκαν & επιθεωρηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρηθώ | επιθεωρηθούμε |
Β | επιθεωρηθείς | επιθεωρηθείτε |
Γ | επιθεωρηθεί | επιθεωρηθούν & επιθεωρηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επιθεωρήσου | επιθεωρηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | επιθεωρηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επιθεωρούμουν προφ. | επιθεωρούμασταν προφ. & επιθεωρούμαστε προφ. |
Β | --- | --- |
Γ | επιθεωρείτο λόγ. & επιθεωρούνταν προφ. | επιθεωρούντο λόγ. & επιθεωρούνταν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | επιθεωρημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
επιθεωρώ ρήμ.
- Σ: ελέγχω1: Ο διευθυντής επιθεώρησε το εργοστάσιο.
- σπάν. Σ: εξετάζω1, περιεργάζομαι: Επιθεωρούσε το ντύσιμό μου.
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.