Λεξισκόπιο: επιβιβάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-βι-βά-ζω

Μορφολογία

επιβιβάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβιβάζωεπιβιβάζουμε & επιβιβάζομε διαλ.
Βεπιβιβάζειςεπιβιβάζετε
Γεπιβιβάζειεπιβιβάζουν & επιβιβάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιβίβαζεεπιβιβάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιβιβάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβίβασαεπιβιβάσαμε
Βεπιβίβασεςεπιβιβάσατε
Γεπιβίβασεεπιβίβασαν & επιβιβάσαν προφ. & επιβιβάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβιβάσωεπιβιβάσουμε & επιβιβάσομε διαλ.
Βεπιβιβάσειςεπιβιβάσετε
Γεπιβιβάσειεπιβιβάσουν & επιβιβάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιβίβασεεπιβιβάσετε & επιβιβάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιβιβάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβίβαζαεπιβιβάζαμε
Βεπιβίβαζεςεπιβιβάζατε
Γεπιβίβαζεεπιβίβαζαν & επιβιβάζαν προφ. & επιβιβάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβιβάζομαιεπιβιβαζόμαστε
Βεπιβιβάζεσαιεπιβιβάζεστε & επιβιβαζόσαστε προφ.
Γεπιβιβάζεταιεπιβιβάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπιβιβάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιβιβαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβιβάστηκα & επιβιβάσθηκα λόγ. επιβιβαστήκαμε & επιβιβασθήκαμε λόγ.
Βεπιβιβάστηκες & επιβιβάσθηκες λόγ. επιβιβαστήκατε & επιβιβασθήκατε λόγ.
Γεπιβιβάστηκε & επιβιβάσθηκε λόγ. επιβιβάστηκαν & επιβιβάσθηκαν λόγ. & επιβιβαστήκαν προφ. & επιβιβαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβιβαστώ & επιβιβασθώ λόγ. επιβιβαστούμε & επιβιβασθούμε λόγ.
Βεπιβιβαστείς & επιβιβασθείς λόγ. επιβιβαστείτε & επιβιβασθείτε λόγ.
Γεπιβιβαστεί & επιβιβασθεί λόγ. επιβιβαστούν & επιβιβασθούν λόγ. & επιβιβασθούνε λόγ. & επιβιβαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιβιβάσουεπιβιβαστείτε & επιβιβασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιβιβαστεί & επιβιβασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιβιβαζόμουν & επιβιβαζόμουνα προφ. επιβιβαζόμασταν & επιβιβαζόμαστε
Βεπιβιβαζόσουν & επιβιβαζόσουνα προφ. επιβιβαζόσασταν & επιβιβαζόσαστε προφ.
Γεπιβιβαζόταν & επιβιβαζότανε προφ. επιβιβάζονταν & επιβιβαζόντανε προφ. & επιβιβαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπιβιβασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επιβιβάζω ρήμ.

Σανεβάζω4: Επιβίβασαν τους μαθητές στο σχολικό λεωφορείο. Ααποβιβάζω, κατεβάζω6

επιβιβάζομαι

Σανεβαίνω6: Ξεκινάμε αμέσως μόλις επιβιβαστείτε. Ααποβιβάζομαι, κατεβαίνω4


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.