Λεξισκόπιο: επαναπαύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πα-να-παύ-ο-μαι

Μορφολογία

επαναπαύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαναπαύομαιεπαναπαυόμαστε
Βεπαναπαύεσαιεπαναπαύεστε & επαναπαυόσαστε προφ.
Γεπαναπαύεταιεπαναπαύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπαναπαύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπαναπαυόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαναπαύτηκα & επαναπαύθηκα λόγ. επαναπαυτήκαμε & επαναπαυθήκαμε λόγ.
Βεπαναπαύτηκες & επαναπαύθηκες λόγ. επαναπαυτήκατε & επαναπαυθήκατε λόγ.
Γεπαναπαύτηκε & επαναπαύθηκε λόγ. επαναπαύτηκαν & επαναπαυθήκανε λόγ. & επαναπαύθηκαν λόγ. & επαναπαυτήκαν προφ. & επαναπαυτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαναπαυτώ & επαναπαυθώ λόγ. επαναπαυτούμε & επαναπαυθούμε λόγ.
Βεπαναπαυτείς & επαναπαυθείς λόγ. επαναπαυτείτε & επαναπαυθείτε λόγ.
Γεπαναπαυτεί & επαναπαυθεί λόγ. επαναπαυτούν & επαναπαυθούν λόγ. & επαναπαυθούνε λόγ. & επαναπαυτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπαναπαύσουεπαναπαυτείτε & επαναπαυθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπαναπαυτεί & επαναπαυθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαναπαυόμουν & επαναπαυόμουνα προφ. επαναπαυόμασταν & επαναπαυόμαστε
Βεπαναπαυόσουν & επαναπαυόσουνα προφ. επαναπαυόσασταν & επαναπαυόσαστε προφ.
Γεπαναπαυόταν & επαναπαυότανε προφ. επαναπαύονταν & επαναπαυόντανε προφ. & επαναπαυόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπαναπαυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επαναπαύομαι ρήμ.

Σεφησυχάζω, δένω το γάιδαρό μου2 προφ.


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.