Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-πα-να-λαμ-βά-νω
Μορφολογία
επαναλαμβάνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναλαμβάνω | επαναλαμβάνουμε & επαναλαμβάνομε διαλ. |
Β | επαναλαμβάνεις | επαναλαμβάνετε |
Γ | επαναλαμβάνει | επαναλαμβάνουν & επαναλαμβάνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επαναλάμβανε | επαναλαμβάνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | επαναλαμβάνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επανέλαβα | επαναλάβαμε |
Β | επανέλαβες | επαναλάβατε |
Γ | επανέλαβε | επανέλαβαν & επαναλάβανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναλάβω | επαναλάβουμε & επαναλάβομε διαλ. |
Β | επαναλάβεις | επαναλάβετε |
Γ | επαναλάβει | επαναλάβουν & επαναλάβουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | επανάλαβε | επαναλάβετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | επαναλάβει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναλάμβανα | επαναλαμβάναμε |
Β | επαναλάμβανες | επαναλαμβάνατε |
Γ | επαναλάμβανε | επαναλάμβαναν & επαναλαμβάνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναλαμβάνομαι | επαναλαμβανόμαστε |
Β | επαναλαμβάνεσαι | επαναλαμβάνεστε & επαναλαμβάνεσθε λόγ. & επαναλαμβανόσαστε προφ. |
Γ | επαναλαμβάνεται | επαναλαμβάνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | επαναλαμβάνεστε & επαναλαμβάνεσθε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | επαναλαμβανόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναλήφθηκα | επαναληφθήκαμε |
Β | επαναλήφθηκες | επαναληφθήκατε |
Γ | επαναλήφθηκε | επαναλήφθηκαν & επαναληφθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναληφθώ | επαναληφθούμε |
Β | επαναληφθείς | επαναληφθείτε |
Γ | επαναληφθεί | επαναληφθούν & επαναληφθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | επαναληφθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | επαναληφθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | επαναλαμβανόμουν | επαναλαμβανόμασταν & επαναλαμβανόμαστε |
Β | επαναλαμβανόσουν | επαναλαμβανόσασταν & επαναλαμβανόσαστε προφ. |
Γ | επαναλαμβανόταν | επαναλαμβάνονταν |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | επανειλημμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
επαναλαμβάνω ρήμ.
- Σ: ξανακάνω: Επαναλαμβάνετε την ερώτηση;
- Σ: ξαναλέω, αναμασάω: Επαναλαμβάνει όσα άκουσε.
- Σ: κάνω επανάληψη, ξαναμελετάω, ξαναδιαβάζω: Να επαναλάβεις το μάθημά σου.
4 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.