Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-ξα-γο-ρά-ζω
Μορφολογία
εξαγοράζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγοράζω | εξαγοράζουμε & εξαγοράζομε διαλ. |
Β | εξαγοράζεις | εξαγοράζετε |
Γ | εξαγοράζει | εξαγοράζουν & εξαγοράζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εξαγόραζε | εξαγοράζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εξαγοράζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγόρασα | εξαγοράσαμε |
Β | εξαγόρασες | εξαγοράσατε |
Γ | εξαγόρασε | εξαγόρασαν & εξαγοράσαν προφ. & εξαγοράσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγοράσω | εξαγοράσουμε & εξαγοράσομε διαλ. |
Β | εξαγοράσεις | εξαγοράσετε |
Γ | εξαγοράσει | εξαγοράσουν & εξαγοράσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εξαγόρασε | εξαγοράσετε & εξαγοράστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εξαγοράσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγόραζα | εξαγοράζαμε |
Β | εξαγόραζες | εξαγοράζατε |
Γ | εξαγόραζε | εξαγόραζαν & εξαγοράζαν προφ. & εξαγοράζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγοράζομαι | εξαγοραζόμαστε |
Β | εξαγοράζεσαι | εξαγοράζεστε & εξαγοραζόσαστε προφ. |
Γ | εξαγοράζεται | εξαγοράζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | εξαγοράζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εξαγοραζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγοράστηκα & εξαγοράσθηκα λόγ. | εξαγοραστήκαμε & εξαγορασθήκαμε λόγ. |
Β | εξαγοράστηκες & εξαγοράσθηκες λόγ. | εξαγοραστήκατε & εξαγορασθήκατε λόγ. |
Γ | εξαγοράστηκε & εξαγοράσθηκε λόγ. | εξαγοράστηκαν & εξαγοράσθηκαν λόγ. & εξαγοραστήκαν προφ. & εξαγοραστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγοραστώ & εξαγορασθώ λόγ. | εξαγοραστούμε & εξαγορασθούμε λόγ. |
Β | εξαγοραστείς & εξαγορασθείς λόγ. | εξαγοραστείτε & εξαγορασθείτε λόγ. |
Γ | εξαγοραστεί & εξαγορασθεί λόγ. | εξαγοραστούν & εξαγορασθούν λόγ. & εξαγορασθούνε λόγ. & εξαγοραστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εξαγοράσου | εξαγοραστείτε & εξαγορασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εξαγοραστεί & εξαγορασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξαγοραζόμουν & εξαγοραζόμουνα προφ. | εξαγοραζόμασταν & εξαγοραζόμαστε |
Β | εξαγοραζόσουν & εξαγοραζόσουνα προφ. | εξαγοραζόσασταν & εξαγοραζόσαστε προφ. |
Γ | εξαγοραζόταν & εξαγοραζότανε προφ. | εξαγοράζονταν & εξαγοραζόντανε προφ. & εξαγοραζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εξαγορασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εξαγοράζω ρήμ.
- Σ: αγοράζω2
- Σ: δωροδοκώ, χρηματίζω2, λαδώνω3 προφ.
εξαγοράζομαι
Σ: δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.