Λεξισκόπιο: εντυπώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ντυ-πώ-νω

Μορφολογία

εντυπώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντυπώνωεντυπώνουμε & εντυπώνομε διαλ.
Βεντυπώνειςεντυπώνετε
Γεντυπώνειεντυπώνουν & εντυπώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντύπωνεεντυπώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήεντυπώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντύπωσαεντυπώσαμε
Βεντύπωσεςεντυπώσατε
Γεντύπωσεεντύπωσαν & εντυπώσαν προφ. & εντυπώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντυπώσωεντυπώσουμε & εντυπώσομε διαλ.
Βεντυπώσειςεντυπώσετε
Γεντυπώσειεντυπώσουν & εντυπώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντύπωσεεντυπώσετε & εντυπώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεντυπώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντύπωναεντυπώναμε
Βεντύπωνεςεντυπώνατε
Γεντύπωνεεντύπωναν & εντυπώναν προφ. & εντυπώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντυπώνομαιεντυπωνόμαστε
Βεντυπώνεσαιεντυπώνεστε & εντυπωνόσαστε προφ.
Γεντυπώνεταιεντυπώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεντυπώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεντυπούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντυπώθηκαεντυπωθήκαμε
Βεντυπώθηκεςεντυπωθήκατε
Γεντυπώθηκεεντυπώθηκαν & εντυπωθήκαν προφ. & εντυπωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντυπωθώεντυπωθούμε
Βεντυπωθείςεντυπωθείτε
Γεντυπωθείεντυπωθούν & εντυπωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντυπώσουεντυπωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεντυπωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντυπωνόμουν & εντυπωνόμουνα προφ. εντυπωνόμασταν & εντυπωνόμαστε
Βεντυπωνόσουν & εντυπωνόσουνα προφ. εντυπωνόσασταν & εντυπωνόσαστε προφ.
Γεντυπωνόταν & εντυπωνότανε προφ. εντυπώνονταν & εντυπωνόντανε προφ. & εντυπωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεντυπωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εντυπώνω ρήμ.

Σαποτυπώνω2, χαράζω4: Έχω εντυπώσει στη μνήμη μου την εικόνα της.


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.