Λεξισκόπιο: εκπέμπει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εκ-πέ-μπει

Μορφολογία

εκπέμπω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπέμπωεκπέμπουμε & εκπέμπομε διαλ.
Βεκπέμπειςεκπέμπετε
Γεκπέμπειεκπέμπουν & εκπέμπουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέκπεμπεεκπέμπετε
Ενεστώτας-Μετοχήεκπέμποντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξέπεμψαεκπέμψαμε
Βεξέπεμψεςεκπέμψατε
Γεξέπεμψεεξέπεμψαν & εκπέμψαν προφ. & εκπέμψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπέμψωεκπέμψουμε & εκπέμψομε διαλ.
Βεκπέμψειςεκπέμψετε
Γεκπέμψειεκπέμψουν & εκπέμψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέκπεμψεεκπέμψετε & εκπέμψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκπέμψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξέπεμπαεκπέμπαμε
Βεξέπεμπεςεκπέμπατε
Γεξέπεμπεεξέπεμπαν & εκπέμπαν προφ. & εκπέμπανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπέμπομαιεκπεμπόμαστε
Βεκπέμπεσαιεκπέμπεστε & εκπεμπόσαστε προφ.
Γεκπέμπεταιεκπέμπονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκπέμπεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκπεμπόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπέμφθηκαεκπεμφθήκαμε
Βεκπέμφθηκεςεκπεμφθήκατε
Γεκπέμφθηκεεκπέμφθηκαν & εκπεμφθήκαν προφ. & εκπεμφθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπεμφθώεκπεμφθούμε
Βεκπεμφθείςεκπεμφθείτε
Γεκπεμφθείεκπεμφθούν & εκπεμφθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκπέμψουεκπεμφθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκπεμφθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπεμπόμουν & εκπεμπόμουνα προφ. εκπεμπόμασταν & εκπεμπόμαστε
Βεκπεμπόσουν & εκπεμπόσουνα προφ. εκπεμπόσασταν & εκπεμπόσαστε προφ.
Γεκπεμπόταν & εκπεμπότανε προφ. εκπέμπονταν & εκπεμπόντανε προφ. & εκπεμπόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκπέμπω ρήμ.

  1. Σστέλνω2: Εκπέμπω σήμα κινδύνου.
  2. Σαναδίδω, αποπνέω, βγάζω3: Εκπέμπει γοητεία.

εκπέμπει

Σεκλύει: σώμα που εκπέμπει θερμότητα


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.