Λεξισκόπιο: εκδικούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εκ-δι-κού-μαι

Μορφολογία

εκδικούμαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκδικιέμαι & εκδικούμαιεκδικιόμαστε & εκδικούμαστε προφ.
Βεκδικείσαι & εκδικιέσαιεκδικείστε & εκδικιέστε & εκδικιόσαστε προφ.
Γεκδικείται & εκδικιέταιεκδικιούνται & εκδικούνται & εκδικιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκδικείστε & εκδικιέστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκδικούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκδικήθηκαεκδικηθήκαμε
Βεκδικήθηκεςεκδικηθήκατε
Γεκδικήθηκεεκδικήθηκαν & εκδικηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκδικηθώεκδικηθούμε
Βεκδικηθείςεκδικηθείτε
Γεκδικηθείεκδικηθούν & εκδικηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκδικήσουεκδικηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκδικηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκδικιόμουν & εκδικιόμουνα προφ. & εκδικούμουν προφ. & εκδικούμουνα προφ. εκδικιόμασταν & εκδικιόμαστε & εκδικούμασταν προφ. & εκδικούμαστε προφ.
Βεκδικιόσουν & εκδικιόσουνα προφ. & εκδικούσουνα προφ. εκδικιόσασταν & εκδικιόσαστε προφ.
Γεκδικιόταν & εκδικείτο λόγ. & εκδικιότανε προφ. & εκδικούνταν προφ. & εκδικούτανε προφ. εκδικιούνταν & εκδικιόνταν & εκδικούντο λόγ. & εκδικιόντανε προφ. & εκδικιόντουσαν προφ. & εκδικούνταν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκδικούμαι ρήμ.

Σπαίρνω εκδίκηση, ανταποδίδω τα ίσα2

Προθήματα - Επιθήματα

-δικ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δικ- αναφέρονται στη δικαιοσύνη, είτε ως αφηρημένη έννοια είτε ως θεσμό του κράτους.Το συστατικό -δικ- προέρχεται από το ουσιαστικό δίκη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δικώ [δikó]

Για παράδειγμα, δύο πρόσωπα αντιδικούν όταν βρίσκονται σε αντιδικία, δηλαδή σε έντονη αντιπαράθεση για κάποιο ζήτημα που τους αφορά· όταν κανείς φυγοδικεί δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο σκόπιμα, για να μη δικαστεί.

αδικώ, αντιδικώ, αυτοδικώ, ερημοδικώ, στρεψοδικώ, φυγοδικώ, χειροδικώ

✔ Το συστατικό -δικ- υπάρχει και σε ρήματα όπως διεκδικώ, εκδικούμαι και αντεκδικούμαι (και τα παράγωγά τους διεκδίκηση, εκδίκηση, αντεκδίκηση), που νοηματικά δε συνδέονται άμεσα με τη δικαιοσύνη.

Ουσιαστικά

-δικείο [δik̃ío]

Για παράδειγμα, στο κακουργιοδικείο γίνονται δίκες κακουργημάτων· στο ναυτοδικείο γίνονται δίκες αδικημάτων που διαπράττονται στο ναυτικό σώμα.

αεροδικείο, ειρηνοδικείο, εκλογοδικείο, κακουργιοδικείο / κακουργοδικείο, ναυτοδικείο, πλημμελειοδικείο, πρωτοδικείο, πταισματοδικείο, στρατοδικείο

-δίκης [δík̃is]

Για παράδειγμα, ο στρατοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με αδικήματα τα οποία διαπράττονται στο στρατιωτικό σώμα· ο πταισματοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με πταίσματα.

αεροδίκης, ειρηνοδίκης, εκλογοδίκης (σπάνιο), ελλανοδίκης, κακουργιοδίκης / κακουργοδίκης, ναυτοδίκης, πλημμελειοδίκης, πρωτοδίκης, πταισματοδίκης, στρατοδίκης, χασοδίκης (ειρωνικά, ο δικηγόρος που χάνει δικαστικές υποθέσεις)

-δικία [δik̃ía]

Για παράδειγμα, αυτοδικία είναι η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος (η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο), ενώ στο νομικό λεξιλόγιο κακοδικία είναι η άδικη δικαστική απόφαση.

αδικία, ανθρωποδικία, αντιδικία, αρνησιδικία, αυτοδικία, δωσιδικία, εκκρεμοδικία, ερημοδικία, ετεροδικία, ευθυδικία, θεοδικία, κακοδικία, ομοδικία, παλινδικία (σπάνιο), στρεψοδικία, τελεσιδικία, υποδικία, φυγοδικία, χειροδικία

-δικος [δikos] (αρσ. και θηλ.)

(νομ.) Για παράδειγμα, ο κατάδικος είναι αυτός που καταδικάστηκε από το δικαστήριο και βρίσκεται στη φυλακή.

διάδικος, κατάδικος, σύνδικος, φυγόδικος

Επίθετα

-δικος [δikos], -δικη, -δικο

Για παράδειγμα, μία δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη όταν δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί· τα ένδικα μέσα είναι οι δυνατότητες που παρέχει στους πολίτες ο θεσμός της δικαιοσύνης.

άδικος, αντίδικος, ένδικος, εξώδικος, ομόδικος, πρωτόδικος, στρεψόδικος, τελεσίδικος, υπόδικος, φιλόδικος

5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.