Λεξισκόπιο: ειδικεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ει-δι-κεύ-ο-μαι

Μορφολογία

ειδικεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδικεύωειδικεύουμε & ειδικεύομε διαλ.
Βειδικεύειςειδικεύετε
Γειδικεύειειδικεύουν & ειδικεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βειδίκευεειδικεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήειδικεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδίκευσαειδικεύσαμε
Βειδίκευσεςειδικεύσατε
Γειδίκευσεειδίκευσαν & ειδικεύσαν προφ. & ειδικεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδικεύσωειδικεύσουμε & ειδικεύσομε διαλ.
Βειδικεύσειςειδικεύσετε
Γειδικεύσειειδικεύσουν & ειδικεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βειδίκευσεειδικεύσετε & ειδικεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοειδικεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδίκευαειδικεύαμε
Βειδίκευεςειδικεύατε
Γειδίκευεειδίκευαν & ειδικεύαν προφ. & ειδικεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδικεύομαιειδικευόμαστε
Βειδικεύεσαιειδικεύεστε & ειδικευόσαστε προφ.
Γειδικεύεταιειδικεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βειδικεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήειδικευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδικεύτηκα & ειδικεύθηκα λόγ. ειδικευτήκαμε & ειδικευθήκαμε λόγ.
Βειδικεύτηκες & ειδικεύθηκες λόγ. ειδικευτήκατε & ειδικευθήκατε λόγ.
Γειδικεύτηκε & ειδικεύθηκε λόγ. ειδικεύτηκαν & ειδικευθήκανε λόγ. & ειδικεύθηκαν λόγ. & ειδικευτήκαν προφ. & ειδικευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδικευτώ & ειδικευθώ λόγ. ειδικευτούμε & ειδικευθούμε λόγ.
Βειδικευτείς & ειδικευθείς λόγ. ειδικευτείτε & ειδικευθείτε λόγ.
Γειδικευτεί & ειδικευθεί λόγ. ειδικευτούν & ειδικευθούν λόγ. & ειδικευθούνε λόγ. & ειδικευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βειδικεύσουειδικευτείτε & ειδικευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοειδικευτεί & ειδικευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αειδικευόμουν & ειδικευόμουνα προφ. ειδικευόμασταν & ειδικευόμαστε
Βειδικευόσουν & ειδικευόσουνα προφ. ειδικευόσασταν & ειδικευόσαστε προφ.
Γειδικευόταν & ειδικευότανε προφ. ειδικεύονταν & ειδικευόντανε προφ. & ειδικευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήειδικευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ειδικεύω ρήμ.

Σεκπαιδεύω2, καταρτίζω3: Το εργαστήριο ειδικεύει τεχνικούς.

ειδικεύομαι

Σεξειδικεύομαι


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.