Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
δου-λε-μέ-νος
Μορφολογία
δουλεμένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | δουλεμένος | οι | δουλεμένοι |
Γενική | του | δουλεμένου | των | δουλεμένων |
Αιτιατική | το | δουλεμένο | τους | δουλεμένους |
Κλητική | | δουλεμένε | | δουλεμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | δουλεμένη | οι | δουλεμένες |
Γενική | της | δουλεμένης | των | δουλεμένων |
Αιτιατική | τη | δουλεμένη | τις | δουλεμένες |
Κλητική | | δουλεμένη | | δουλεμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | δουλεμένο | τα | δουλεμένα |
Γενική | του | δουλεμένου | των | δουλεμένων |
Αιτιατική | το | δουλεμένο | τα | δουλεμένα |
Κλητική | | δουλεμένο | | δουλεμένα |
|
δουλεύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δουλεύω | δουλεύουμε & δουλεύομε διαλ. |
Β | δουλεύεις | δουλεύετε |
Γ | δουλεύει | δουλεύουν & δουλεύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | δούλευε | δουλεύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | δουλεύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δούλεψα | δουλέψαμε |
Β | δούλεψες | δουλέψατε |
Γ | δούλεψε | δούλεψαν & δουλέψαν προφ. & δουλέψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δουλέψω | δουλέψουμε & δουλέψομε διαλ. |
Β | δουλέψεις | δουλέψετε |
Γ | δουλέψει | δουλέψουν & δουλέψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | δούλεψε | δουλέψτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | δουλέψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δούλευα | δουλεύαμε |
Β | δούλευες | δουλεύατε |
Γ | δούλευε | δούλευαν & δουλεύαν προφ. & δουλεύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δουλεύομαι | δουλευόμαστε |
Β | δουλεύεσαι | δουλεύεστε & δουλευόσαστε προφ. |
Γ | δουλεύεται | δουλεύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | δουλευόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δουλεύτηκα | δουλευτήκαμε |
Β | δουλεύτηκες | δουλευτήκατε |
Γ | δουλεύτηκε | δουλεύτηκαν & δουλευτήκαν προφ. & δουλευτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δουλευτώ | δουλευτούμε |
Β | δουλευτείς | δουλευτείτε |
Γ | δουλευτεί | δουλευτούν & δουλευτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | δουλέψου | δουλευτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | δουλευτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | δουλευόμουν & δουλευόμουνα προφ. | δουλευόμασταν & δουλευόμαστε |
Β | δουλευόσουν & δουλευόσουνα προφ. | δουλευόσασταν & δουλευόσαστε προφ. |
Γ | δουλευόταν & δουλευότανε προφ. | δουλεύονταν & δουλευόντανε προφ. & δουλευόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | δουλεμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
δουλεύω ρήμ.
- Σ: εργάζομαι1, απασχολούμαι2
- Σ: επεξεργάζομαι2
- Σ: κατεργάζομαι
- Σ: καλλιεργώ1: Δουλεύει το χωράφι.
- προφ. Σ: κοροϊδεύω1, περιπαίζω: Με δουλεύεις;
δουλεύει προφ.
Σ: λειτουργεί1
ΕΚΦ: δουλεύω ψιλό γαζί
5 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.