Λεξισκόπιο: διδάσκω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δι-δά-σκω

Μορφολογία

διδάσκω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιδάσκωδιδάσκουμε & διδάσκομε διαλ.
Βδιδάσκειςδιδάσκετε
Γδιδάσκειδιδάσκουν & διδάσκουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδίδασκεδιδάσκετε
Ενεστώτας-Μετοχήδιδάσκοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδίδαξαδιδάξαμε
Βδίδαξεςδιδάξατε
Γδίδαξεδίδαξαν & διδάξαν προφ. & διδάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιδάξωδιδάξουμε & διδάξομε διαλ.
Βδιδάξειςδιδάξετε
Γδιδάξειδιδάξουν & διδάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδίδαξεδιδάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιδάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδίδασκαδιδάσκαμε
Βδίδασκεςδιδάσκατε
Γδίδασκεδίδασκαν & διδάσκαν προφ. & διδάσκανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιδάσκομαιδιδασκόμαστε
Βδιδάσκεσαιδιδάσκεστε & διδασκόσαστε προφ.
Γδιδάσκεταιδιδάσκονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιδάσκεστε
Ενεστώτας-Μετοχήδιδασκόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιδάχτηκα & διδάχθηκα λόγ. διδαχτήκαμε & διδαχθήκαμε λόγ.
Βδιδάχτηκες & διδάχθηκες λόγ. διδαχτήκατε & διδαχθήκατε λόγ.
Γδιδάχτηκε & διδάχθηκε λόγ. διδάχτηκαν & διδάχθηκαν λόγ. & διδαχθήκανε λόγ. & διδαχτήκαν προφ. & διδαχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιδαχτώ & διδαχθώ λόγ. διδαχτούμε & διδαχθούμε λόγ.
Βδιδαχτείς & διδαχθείς λόγ. διδαχτείτε & διδαχθείτε λόγ.
Γδιδαχτεί & διδαχθεί λόγ. διδαχτούν & διδαχθούν λόγ. & διδαχθούνε λόγ. & διδαχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιδάξουδιδαχτείτε & διδαχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοδιδαχτεί & διδαχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιδασκόμουν & διδασκόμουνα προφ. διδασκόμασταν & διδασκόμαστε
Βδιδασκόσουν & διδασκόσουνα προφ. διδασκόσασταν & διδασκόσαστε προφ.
Γδιδασκόταν & διδασκότανε προφ. διδάσκονταν & διδασκόντανε προφ. & διδασκόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδιδαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

διδάσκω ρήμ.

  1. Σ: παραδίδω μαθήματα
  2. Σμαθαίνω3: αυτά που μας διδάσκει η Ιστορία
  3. Σανεβάζω: Το Θέατρο Τέχνης δίδαξε Ευριπίδη.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.