Λεξισκόπιο: διαφυλάσσω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δι-α-φυ-λάσ-σω

Μορφολογία

διαφυλάσσω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφυλάγω & διαφυλάσσω & διαφυλάττωδιαφυλάγουμε & διαφυλάσσουμε & διαφυλάττουμε & διαφυλάγομε διαλ. & διαφυλάσσομε διαλ. & διαφυλάττομε διαλ.
Βδιαφυλάγεις & διαφυλάσσεις & διαφυλάττειςδιαφυλάγετε & διαφυλάσσετε & διαφυλάττετε
Γδιαφυλάγει & διαφυλάσσει & διαφυλάττειδιαφυλάγουν & διαφυλάσσουν & διαφυλάττουν & διαφυλάγουνε προφ. & διαφυλάσσουνε προφ. & διαφυλάττουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιαφύλαγε & διαφύλασσε & διαφύλαττεδιαφυλάγετε & διαφυλάσσετε & διαφυλάττετε
Ενεστώτας-Μετοχήδιαφυλάγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφύλαξαδιαφυλάξαμε
Βδιαφύλαξεςδιαφυλάξατε
Γδιαφύλαξεδιαφύλαξαν & διαφυλάξαν προφ. & διαφυλάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφυλάξωδιαφυλάξουμε & διαφυλάξομε διαλ.
Βδιαφυλάξειςδιαφυλάξετε
Γδιαφυλάξειδιαφυλάξουν & διαφυλάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιαφύλαξεδιαφυλάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιαφυλάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφύλαγα & διαφύλασσα & διαφύλατταδιαφυλάγαμε & διαφυλάσσαμε & διαφυλάτταμε
Βδιαφύλαγες & διαφύλασσες & διαφύλαττεςδιαφυλάγατε & διαφυλάσσατε & διαφυλάττατε
Γδιαφύλαγε & διαφύλασσε & διαφύλαττεδιαφύλαγαν & διαφύλασσαν & διαφύλατταν & διαφυλάγαν προφ. & διαφυλάγανε προφ. & διαφυλάσσαν προφ. & διαφυλάσσανε προφ. & διαφυλάτταν προφ. & διαφυλάττανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφυλάγομαι & διαφυλάσσομαι & διαφυλάττομαιδιαφυλαγόμαστε & διαφυλασσόμαστε & διαφυλαττόμαστε
Βδιαφυλάγεσαι & διαφυλάσσεσαι & διαφυλάττεσαιδιαφυλάγεστε & διαφυλάσσεστε & διαφυλάττεστε & διαφυλαγόσαστε προφ. & διαφυλασσόσαστε προφ. & διαφυλαττόσαστε προφ.
Γδιαφυλάγεται & διαφυλάσσεται & διαφυλάττεταιδιαφυλάγονται & διαφυλάσσονται & διαφυλάττονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιαφυλάγεστε & διαφυλάσσεστε & διαφυλάττεστε
Ενεστώτας-Μετοχήδιαφυλαγόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφυλάχτηκα & διαφυλάχθηκα λόγ. διαφυλαχτήκαμε & διαφυλαχθήκαμε λόγ.
Βδιαφυλάχτηκες & διαφυλάχθηκες λόγ. διαφυλαχτήκατε & διαφυλαχθήκατε λόγ.
Γδιαφυλάχτηκε & διαφυλάχθηκε λόγ. διαφυλάχτηκαν & διαφυλάχθηκαν λόγ. & διαφυλαχθήκανε λόγ. & διαφυλαχτήκαν προφ. & διαφυλαχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφυλαχτώ & διαφυλαχθώ λόγ. διαφυλαχτούμε & διαφυλαχθούμε λόγ.
Βδιαφυλαχτείς & διαφυλαχθείς λόγ. διαφυλαχτείτε & διαφυλαχθείτε λόγ.
Γδιαφυλαχτεί & διαφυλαχθεί λόγ. διαφυλαχτούν & διαφυλαχθούν λόγ. & διαφυλαχθούνε λόγ. & διαφυλαχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιαφυλάξουδιαφυλαχτείτε & διαφυλαχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοδιαφυλαχτεί & διαφυλαχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαφυλαγόμουν & διαφυλασσόμουν & διαφυλαττόμουν & διαφυλαγόμουνα προφ. & διαφυλασσόμουνα προφ. & διαφυλαττόμουνα προφ. διαφυλαγόμασταν & διαφυλαγόμαστε & διαφυλασσόμασταν & διαφυλασσόμαστε & διαφυλαττόμασταν & διαφυλαττόμαστε
Βδιαφυλαγόσουν & διαφυλασσόσουν & διαφυλαττόσουν & διαφυλαγόσουνα προφ. & διαφυλασσόσουνα προφ. & διαφυλαττόσουνα προφ. διαφυλαγόσασταν & διαφυλασσόσασταν & διαφυλαττόσασταν & διαφυλαγόσαστε προφ. & διαφυλασσόσαστε προφ. & διαφυλαττόσαστε προφ.
Γδιαφυλαγόταν & διαφυλασσόταν & διαφυλαττόταν & διαφυλαγότανε προφ. & διαφυλασσότανε προφ. & διαφυλαττότανε προφ. διαφυλάγονταν & διαφυλάσσονταν & διαφυλάττονταν & διαφυλαγόντανε προφ. & διαφυλαγόντουσαν προφ. & διαφυλασσόντανε προφ. & διαφυλασσόντουσαν προφ. & διαφυλαττόντανε προφ. & διαφυλαττόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδιαφυλαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

διαφυλάσσω ρήμ. λόγ.

Σπροασπίζω, περιφρουρώ2: Να διαφυλάξουμε τις παραδόσεις.


8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.