Λεξισκόπιο: διασπείρω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δι-α-σπεί-ρω

Μορφολογία

διασπείρω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασπείρωδιασπείρουμε & διασπείρομε διαλ.
Βδιασπείρειςδιασπείρετε
Γδιασπείρειδιασπείρουν & διασπείρουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιάσπειρεδιασπείρετε
Ενεστώτας-Μετοχήδιασπείροντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιέσπειραδιασπείραμε
Βδιέσπειρεςδιασπείρατε
Γδιέσπειρεδιέσπειραν & διασπείραν προφ. & διασπείρανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασπείρωδιασπείρουμε & διασπείρομε διαλ.
Βδιασπείρειςδιασπείρετε
Γδιασπείρειδιασπείρουν & διασπείρουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιάσπειρεδιασπείρετε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιασπείρει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιέσπειραδιασπείραμε
Βδιέσπειρεςδιασπείρατε
Γδιέσπειρεδιέσπειραν & διασπείραν προφ. & διασπείρανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασπείρομαιδιασπειρόμαστε
Βδιασπείρεσαιδιασπείρεστε & διασπειρόσαστε προφ.
Γδιασπείρεταιδιασπείρονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιασπείρεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασπάρθηκαδιασπαρθήκαμε
Βδιασπάρθηκεςδιασπαρθήκατε
Γδιασπάρθηκεδιασπάρθηκαν & διασπαρθήκαν προφ. & διασπαρθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασπαρθώδιασπαρθούμε
Βδιασπαρθείςδιασπαρθείτε
Γδιασπαρθείδιασπαρθούν & διασπαρθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιασπαρθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιασπαρθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασπειρόμουν & διασπειρόμουνα προφ. διασπειρόμασταν & διασπειρόμαστε
Βδιασπειρόσουν & διασπειρόσουνα προφ. διασπειρόσασταν & διασπειρόσαστε προφ.
Γδιασπειρόταν & διασπειρότανε προφ. διασπείρονταν & διασπειρόντανε προφ. & διασπειρόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδιασπαρμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

διασπείρω ρήμ. λόγ.

  1. Σδιασκορπίζω1, εγκατασπείρω λόγ.
  2. Σδιαδίδω1: Διέσπειραν ψευδείς φήμες.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.