Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
δει-νο-πά-θη-σα
δεινοπαθώ ρήμ. μόνο ενεργητική
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | δεινοπαθώντας | ||||||||||||
Αόριστος-Οριστική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Υποτακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Προστακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Απαρέμφατο | δεινοπαθήσει | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
|
δεινοπαθώ ρήμ.
Σ: κακοπαθαίνω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, μαρτυράω2, χτικιάζω3 προφ.
-παθ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -παθ- αναφέρονται σε μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος παθαίνει κάτι ή δέχεται την επίδραση κάποιου πράγματος.Το συστατικό -παθ- προέρχεται από το ουσιαστικό πάθος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-παθώ [paθó]
Για παράδειγμα, δεινοπαθεί κανείς όταν υποφέρει διάφορα δεινά, όταν υφίσταται μεγάλες ταλαιπωρίες.
Ουσιαστικά
-πάθεια [páθia]
Για παράδειγμα, η ηττοπάθεια είναι η στάση του ανθρώπου που φοβάται εκ των προτέρων ότι θα υποστεί ήττα.
Επίθετα
-παθής [paθís], -παθής, -παθές
Για παράδειγμα, ο εγωπαθής είναι υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής· μια σεισμοπαθής περιοχή πλήττεται συχνά από σεισμούς.
✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. καρκινοπαθής, σεισμοπαθής, ψυχοπαθής).
-παθητικός [paθitikós], -παθητική, -παθητικό
Για παράδειγμα, όταν κάποιος είναι αντιπαθητικός προκαλεί στους άλλους αντιπάθεια.
-παθος [paθos], -παθη, -παθο
Για παράδειγμα, ένας πολύπαθος λαός έχει περάσει πολλές ταλαιπωρίες.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, τα ουσιαστικά σε -πάθεια αποτελούν γενική ονομασία παθήσεων που πλήττουν κάποιο μέλος του σώματος. Για παράδειγμα, καρδιοπάθεια ονομάζεται κάθε πάθηση της καρδιάς· η νευροπάθεια είναι κάθε μορφή διαταραχής του νευρικού συστήματος.