Λεξισκόπιο: γυναίκα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γυ-ναί-κα

Μορφολογία

γυναίκα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγυναίκαοιγυναίκες
Γενικήτηςγυναίκαςτωνγυναικών
Αιτιατικήτηγυναίκατιςγυναίκες
Κλητική γυναίκα γυναίκες

γυναικούλα ουσ. θηλ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγυναικούλαοιγυναικούλες
Γενικήτηςγυναικούλας---
Αιτιατικήτηγυναικούλατιςγυναικούλες
Κλητική γυναικούλα γυναικούλες

γυναικάκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτογυναικάκι & γυναικάριοταγυναικάκια & γυναικάρια
Γενικήτουγυναικάριουτωνγυναικάριων
Αιτιατικήτογυναικάκι & γυναικάριοταγυναικάκια & γυναικάρια
Κλητική γυναικάκι & γυναικάριο γυναικάκια & γυναικάρια

γυναίκαρος ουσ. αρσ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογυναίκαροςοιγυναίκαροι
Γενικήτουγυναίκαρουτωνγυναίκαρων
Αιτιατικήτογυναίκαροτουςγυναίκαρους
Κλητική γυναίκαρε γυναίκαροι

γυναικάρα ουσ. θηλ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγυναικάραοιγυναικάρες
Γενικήτηςγυναικάρας---
Αιτιατικήτηγυναικάρατιςγυναικάρες
Κλητική γυναικάρα γυναικάρες

Συνώνυμα - Αντίθετα

γυναίκα ουσ.

  1. Σ: σύζυγος
  2. Συπηρέτρια, οικιακή βοηθός, παραδουλεύτρα

γυναίκες

Σποδόγυρος προφ., φουστάνι2 προφ.: Η καταστροφή του ήταν οι γυναίκες.


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.