Λεξισκόπιο: γυαλίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γυα-λί-ζω

Μορφολογία

γυαλίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυαλίζωγυαλίζουμε & γυαλίζομε διαλ.
Βγυαλίζειςγυαλίζετε
Γγυαλίζειγυαλίζουν & γυαλίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγυάλιζεγυαλίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήγυαλίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυάλισαγυαλίσαμε
Βγυάλισεςγυαλίσατε
Γγυάλισεγυάλισαν & γυαλίσαν προφ. & γυαλίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυαλίσωγυαλίσουμε & γυαλίσομε διαλ.
Βγυαλίσειςγυαλίσετε
Γγυαλίσειγυαλίσουν & γυαλίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγυάλισεγυαλίστε
Αόριστος-Απαρέμφατογυαλίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυάλιζαγυαλίζαμε
Βγυάλιζεςγυαλίζατε
Γγυάλιζεγυάλιζαν & γυαλίζαν προφ. & γυαλίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυαλίζομαιγυαλιζόμαστε
Βγυαλίζεσαιγυαλίζεστε & γυαλιζόσαστε προφ.
Γγυαλίζεταιγυαλίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βγυαλίζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυαλίστηκαγυαλιστήκαμε
Βγυαλίστηκεςγυαλιστήκατε
Γγυαλίστηκεγυαλίστηκαν & γυαλιστήκαν προφ. & γυαλιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυαλιστώγυαλιστούμε
Βγυαλιστείςγυαλιστείτε
Γγυαλιστείγυαλιστούν & γυαλιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγυαλίσουγυαλιστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατογυαλιστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγυαλιζόμουν & γυαλιζόμουνα προφ. γυαλιζόμασταν & γυαλιζόμαστε
Βγυαλιζόσουν & γυαλιζόσουνα προφ. γυαλιζόσασταν & γυαλιζόσαστε προφ.
Γγυαλιζόταν & γυαλιζότανε προφ. γυαλίζονταν & γυαλιζόντανε προφ. & γυαλιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήγυαλισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

γυαλίζω ρήμ.

Σστιλβώνω1, λουστράρω

γυαλίζει

Σλάμπει2, αστράφτει1

γυαλίζομαι

Σ: κοιτάζομαι στον καθρέφτη, καθρεφτίζομαι


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.