Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
γε-νι-κεύ-ω
Μορφολογία
γενικεύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενικεύω | γενικεύουμε & γενικεύομε διαλ. |
Β | γενικεύεις | γενικεύετε |
Γ | γενικεύει | γενικεύουν & γενικεύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | γενίκευε | γενικεύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | γενικεύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενίκευσα | γενικεύσαμε |
Β | γενίκευσες | γενικεύσατε |
Γ | γενίκευσε | γενίκευσαν & γενικεύσαν προφ. & γενικεύσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενικεύσω | γενικεύσουμε & γενικεύσομε διαλ. |
Β | γενικεύσεις | γενικεύσετε |
Γ | γενικεύσει | γενικεύσουν & γενικεύσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | γενίκευσε | γενικεύστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | γενικεύσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενίκευα | γενικεύαμε |
Β | γενίκευες | γενικεύατε |
Γ | γενίκευε | γενίκευαν & γενικεύαν προφ. & γενικεύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενικεύομαι | γενικευόμαστε |
Β | γενικεύεσαι | γενικεύεστε & γενικευόσαστε προφ. |
Γ | γενικεύεται | γενικεύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενικεύτηκα & γενικεύθηκα λόγ. | γενικευτήκαμε & γενικευθήκαμε λόγ. |
Β | γενικεύτηκες & γενικεύθηκες λόγ. | γενικευτήκατε & γενικευθήκατε λόγ. |
Γ | γενικεύτηκε & γενικεύθηκε λόγ. | γενικεύτηκαν & γενικευθήκαν λόγ. & γενικευθήκανε λόγ. & γενικεύθηκαν λόγ. & γενικευτήκαν προφ. & γενικευτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενικευτώ & γενικευθώ λόγ. | γενικευτούμε & γενικευθούμε λόγ. |
Β | γενικευτείς & γενικευθείς λόγ. | γενικευτείτε & γενικευθείτε λόγ. |
Γ | γενικευτεί & γενικευθεί λόγ. | γενικευτούν & γενικευθούν λόγ. & γενικευθούνε λόγ. & γενικευτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | γενικεύσου | γενικευτείτε & γενικευθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | γενικευτεί & γενικευθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | γενικευόμουν & γενικευόμουνα προφ. | γενικευόμασταν & γενικευόμαστε |
Β | γενικευόσουν & γενικευόσουνα προφ. | γενικευόσασταν & γενικευόσαστε προφ. |
Γ | γενικευόταν & γενικευότανε προφ. | γενικεύονταν & γενικευόντανε προφ. & γενικευόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | γενικευμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
γενικεύω ρήμ.
- Σ: καθολικεύω: Μη γενικεύεις τις προσωπικές σου εμπειρίες. Α: ειδικεύω, εξειδικεύω
- Σ: επεκτείνω2, διευρύνω2: Το Υπουργείο Παιδείας θα γενικεύσει το νέο σύστημα εξετάσεων σε όλες τις τάξεις του γυμνασίου. Α: περιορίζω1
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.