Λεξισκόπιο: γαληνεμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γα-λη-νε-μέ-νος

Μορφολογία

γαληνεμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήογαληνεμένοςοιγαληνεμένοι
Γενικήτουγαληνεμένουτωνγαληνεμένων
Αιτιατικήτογαληνεμένοτουςγαληνεμένους
Κλητική γαληνεμένε γαληνεμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηγαληνεμένηοιγαληνεμένες
Γενικήτηςγαληνεμένηςτωνγαληνεμένων
Αιτιατικήτηγαληνεμένητιςγαληνεμένες
Κλητική γαληνεμένη γαληνεμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτογαληνεμένοταγαληνεμένα
Γενικήτουγαληνεμένουτωνγαληνεμένων
Αιτιατικήτογαληνεμένοταγαληνεμένα
Κλητική γαληνεμένο γαληνεμένα

γαληνεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγαληνεύωγαληνεύουμε & γαληνεύομε διαλ.
Βγαληνεύειςγαληνεύετε
Γγαληνεύειγαληνεύουν & γαληνεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγαλήνευεγαληνεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήγαληνεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγαλήνεψαγαληνέψαμε
Βγαλήνεψεςγαληνέψατε
Γγαλήνεψεγαλήνεψαν & γαληνέψαν προφ. & γαληνέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγαληνέψωγαληνέψουμε & γαληνέψομε διαλ.
Βγαληνέψειςγαληνέψετε
Γγαληνέψειγαληνέψουν & γαληνέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγαλήνεψεγαληνεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατογαληνέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγαλήνευαγαληνεύαμε
Βγαλήνευεςγαληνεύατε
Γγαλήνευεγαλήνευαν & γαληνεύαν προφ. & γαληνεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήγαληνεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

γαληνεύω ρήμ.

  1. Σκαθησυχάζω, καταλαγιάζω, καταπραΰνω: Προσπάθησε να τον γαληνέψει. Αταράζω1, αναστατώνω3
  2. Σησυχάζω2, ηρεμώ1, ημερεύω3: Η θάλασσα άρχισε να γαληνεύει.

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.