Λεξισκόπιο: βυζαίνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βυ-ζαί-νω

Μορφολογία

βυζαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβυζαίνωβυζαίνουμε & βυζαίνομε διαλ.
Ββυζαίνειςβυζαίνετε
Γβυζαίνειβυζαίνουν & βυζαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββύζαινεβυζαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήβυζαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβύζαξαβυζάξαμε
Ββύζαξεςβυζάξατε
Γβύζαξεβύζαξαν & βυζάξαν προφ. & βυζάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβυζάξωβυζάξουμε & βυζάξομε διαλ.
Ββυζάξειςβυζάξετε
Γβυζάξειβυζάξουν & βυζάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββύζαξεβυζάξτε & βυζάχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοβυζάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβύζαιναβυζαίναμε
Ββύζαινεςβυζαίνατε
Γβύζαινεβύζαιναν & βυζαίναν προφ. & βυζαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβυζαίνομαιβυζαινόμαστε
Ββυζαίνεσαιβυζαίνεστε & βυζαινόσαστε προφ.
Γβυζαίνεταιβυζαίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββυζαίνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβυζάχτηκαβυζαχτήκαμε
Ββυζάχτηκεςβυζαχτήκατε
Γβυζάχτηκεβυζάχτηκαν & βυζαχτήκαν προφ. & βυζαχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβυζαχτώβυζαχτούμε
Ββυζαχτείςβυζαχτείτε
Γβυζαχτείβυζαχτούν & βυζαχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββυζάξουβυζαχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβυζαχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβυζαινόμουν & βυζαινόμουνα προφ. βυζαινόμασταν & βυζαινόμαστε
Ββυζαινόσουν & βυζαινόσουνα προφ. βυζαινόσασταν & βυζαινόσαστε προφ.
Γβυζαινόταν & βυζαινότανε προφ. βυζαίνονταν & βυζαινόντανε προφ. & βυζαινόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβυζαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βυζαίνω ρήμ.

  1. Σθηλάζω
  2. Σπιπιλίζω1: Βύζαινε το δάχτυλό του.

9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.