Λεξισκόπιο: βρομοδουλειά

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βρο-μο-δου-λειά

Μορφολογία

βρομοδουλειά ουσ. θηλ. λαϊκ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηβρομοδουλειάοιβρομοδουλειές
Γενικήτηςβρομοδουλειάςτωνβρομοδουλειών
Αιτιατικήτηβρομοδουλειάτιςβρομοδουλειές
Κλητική βρομοδουλειά βρομοδουλειές

Συνώνυμα - Αντίθετα

βρομοδουλειά ουσ.

Σπαρανομία2, απάτη, απατεωνιά, βρομιά5, λαδιά, παλιοδουλειά

Προθήματα - Επιθήματα

βρομο- [vromo]

βρομό- [vromó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το ουσιαστικό βρόμα.

1. Αναφορά σε βρομιά

Το βρομο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα είναι βρόμικο ή βρομάει. Για παράδειγμα, τα βρομόνερα είναι βρόμικα, λασπωμένα νερά.

βρομόνερο

βρομοκοπάω

βρομοπόδαρο

βρομόσκυλο

βρομόχερο

βρομόχορτο

2. Κάτι ενοχλητικό (μειωτικά)

Στον καθημερινό λόγο, το βρομο- έχει ιδιαίτερα αρνητική σημασία και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι ενοχλητικό, εκνευριστικό, απαίσιο. Για παράδειγμα, βρομοδουλειά είναι μια δουλειά που είναι δύσκολη ή ύποπτη, βρομόλογα είναι οι βρισιές.

βρομοδουλειά

βρομόγλωσσος, -η, -ο

βρομόκαιρος

βρομοκουβέντα

βρομόκρυο

βρομόλογο

βρομόξυλο

βρομόστομα

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Στον καθημερινό λόγο, το βρομο- χαρακτηρίζει υβριστικά ένα πρόσωπο με ανήθικη ή χυδαία συμπεριφορά.

βρομόγερος, βρομόγρια, βρομογύναικο, βρομοθήλυκο, βρομοκόριτσο, βρομόπαιδο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με μειωτική σημασία βλ. κωλο-*, παλιο-*, σκατο-*.

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Σύμφωνα με τη σχολική Γραμματική, προτιμάται η γραφή βρομ- αντί για βρωμ-. Στο λεξικό Liddell-Scott αναφέρονται και οι δύο γραφές σε αντίστοιχη σημασία στα αρχαία ελληνικά.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.