Λεξισκόπιο: βασιλεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βα-σι-λεύ-ω

Μορφολογία

βασιλεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβασιλεύωβασιλεύουμε & βασιλεύομε διαλ.
Ββασιλεύειςβασιλεύετε
Γβασιλεύειβασιλεύουν & βασιλεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββασίλευεβασιλεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήβασιλεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβασίλεψα & βασίλευσα λόγ. βασιλέψαμε & βασιλεύσαμε λόγ.
Ββασίλεψες & βασίλευσες λόγ. βασιλέψατε & βασιλεύσατε λόγ.
Γβασίλεψε & βασίλευσε λόγ. βασίλεψαν & βασίλευσαν λόγ. & βασιλεύσανε λόγ. & βασιλέψαν προφ. & βασιλέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβασιλέψω & βασιλεύσω λόγ. βασιλέψουμε & βασιλεύσομε λόγ. & βασιλεύσουμε λόγ. & βασιλέψομε διαλ.
Ββασιλέψεις & βασιλεύσεις λόγ. βασιλέψετε & βασιλεύσετε λόγ.
Γβασιλέψει & βασιλεύσει λόγ. βασιλέψουν & βασιλεύσουν λόγ. & βασιλεύσουνε λόγ. & βασιλέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββασίλεψε & βασίλευσε λόγ. βασιλέψτε & βασιλεύσετε λόγ. & βασιλεύστε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοβασιλέψει & βασιλεύσει λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβασίλευαβασιλεύαμε
Ββασίλευεςβασιλεύατε
Γβασίλευεβασίλευαν & βασιλεύαν προφ. & βασιλεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Μετοχήβασιλευόμενος
Παρακείμενος-Μετοχήβασιλεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βασιλεύω ρήμ.

Σηγεμονεύω1

βασιλεύει

  1. Σδύει1: Βασίλεψε ο ήλιος. Αανατέλλει1
  2. Σεπικρατεί1, κυριαρχεί2: Βασίλεψε απόλυτη σιωπή.

5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.