Λεξισκόπιο: βάφομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βά-φο-μαι

Μορφολογία

βάφω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάφωβάφουμε & βάφομε διαλ.
Ββάφειςβάφετε
Γβάφειβάφουν & βάφουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάφεβάφετε
Ενεστώτας-Μετοχήβάφοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέβαψαβάψαμε
Βέβαψεςβάψατε
Γέβαψεέβαψαν & βάψαν προφ. & βάψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάψωβάψουμε & βάψομε διαλ.
Ββάψειςβάψετε
Γβάψειβάψουν & βάψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάψεβάψετε & βάψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβάψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέβαφαβάφαμε
Βέβαφεςβάφατε
Γέβαφεέβαφαν & βάφαν προφ. & βάφανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάφομαιβαφόμαστε
Ββάφεσαιβάφεστε & βαφόσαστε προφ.
Γβάφεταιβάφονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββάφεστε
Ενεστώτας-Μετοχήβαφόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάφηκα & βάφτηκαβαφήκαμε & βαφτήκαμε
Ββάφηκες & βάφτηκεςβαφήκατε & βαφτήκατε
Γβάφηκε & βάφτηκεβάφηκαν & βάφτηκαν & βαφήκαν προφ. & βαφήκανε προφ. & βαφτήκαν προφ. & βαφτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτώ & βαφώβαφούμε & βαφτούμε
Ββαφείς & βαφτείςβαφείτε & βαφτείτε
Γβαφεί & βαφτείβαφούν & βαφτούν & βαφούνε προφ. & βαφτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάψουβαφείτε & βαφτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβαφεί & βαφτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφόμουν & βαφόμουνα προφ. βαφόμασταν & βαφόμαστε
Ββαφόσουν & βαφόσουνα προφ. βαφόσασταν & βαφόσαστε προφ.
Γβαφόταν & βαφότανε προφ. βάφονταν & βαφόντανε προφ. & βαφόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβαμμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βάφω ρήμ.

  1. Σμπογιατίζω προφ., χρωματίζω1
  2. Σμακιγιάρω: Έβαψε το πρόσωπό της. Αξεβάφω1

βάφει

Σδιαποτίζεται, ποτίζει: Έβαψε ο τοίχος από την υγρασία.

ΕΚΦ: τα βάφω μαύρα


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.