Λεξισκόπιο: ασπάζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-σπά-ζο-μαι

Μορφολογία

ασπάζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασπάζομαιασπαζόμαστε
Βασπάζεσαιασπάζεστε & ασπαζόσαστε προφ.
Γασπάζεταιασπάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βασπάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήασπαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασπάστηκα & ασπάσθηκα λόγ. ασπαστήκαμε & ασπασθήκαμε λόγ.
Βασπάστηκες & ασπάσθηκες λόγ. ασπαστήκατε & ασπασθήκατε λόγ.
Γασπάστηκε & ασπάσθηκε λόγ. ασπάστηκαν & ασπάσθηκαν λόγ. & ασπαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασπαστώ & ασπασθώ λόγ. ασπαστούμε & ασπασθούμε λόγ.
Βασπαστείς & ασπασθείς λόγ. ασπαστείτε & ασπασθείτε λόγ.
Γασπαστεί & ασπασθεί λόγ. ασπαστούν & ασπασθούν λόγ. & ασπασθούνε λόγ. & ασπαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βασπάσουασπαστείτε & ασπασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοασπαστεί & ασπασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασπαζόμουν & ασπαζόμουνα προφ. ασπαζόμασταν & ασπαζόμαστε
Βασπαζόσουν & ασπαζόσουνα προφ. ασπαζόσασταν & ασπαζόσαστε προφ.
Γασπαζόταν & ασπαζότανε προφ. ασπάζονταν & ασπαζόντανε προφ. & ασπαζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ασπάζομαι ρήμ. λόγ.

  1. Σφιλάω: Ασπάστηκε την εικόνα του αγίου ευλαβικά.
  2. Σενστερνίζομαι λόγ., αποδέχομαι3, υιοθετώ, εναγκαλίζομαι2 λόγ.: Δεν ασπάζομαι αυτές τις αντιλήψεις.

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.