Λεξισκόπιο: ασβεστώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-σβε-στώ-νω

Μορφολογία

ασβεστώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβεστώνωασβεστώνουμε & ασβεστώνομε διαλ.
Βασβεστώνειςασβεστώνετε
Γασβεστώνειασβεστώνουν & ασβεστώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βασβέστωνεασβεστώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήασβεστώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβέστωσαασβεστώσαμε
Βασβέστωσεςασβεστώσατε
Γασβέστωσεασβέστωσαν & ασβεστώσαν προφ. & ασβεστώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβεστώσωασβεστώσουμε & ασβεστώσομε διαλ.
Βασβεστώσειςασβεστώσετε
Γασβεστώσειασβεστώσουν & ασβεστώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βασβέστωσεασβεστώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοασβεστώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβέστωναασβεστώναμε
Βασβέστωνεςασβεστώνατε
Γασβέστωνεασβέστωναν & ασβεστώναν προφ. & ασβεστώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβεστώνομαιασβεστωνόμαστε
Βασβεστώνεσαιασβεστώνεστε & ασβεστωνόσαστε προφ.
Γασβεστώνεταιασβεστώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βασβεστώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβεστώθηκαασβεστωθήκαμε
Βασβεστώθηκεςασβεστωθήκατε
Γασβεστώθηκεασβεστώθηκαν & ασβεστωθήκαν προφ. & ασβεστωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβεστωθώασβεστωθούμε
Βασβεστωθείςασβεστωθείτε
Γασβεστωθείασβεστωθούν & ασβεστωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βασβεστώσουασβεστωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοασβεστωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αασβεστωνόμουν & ασβεστωνόμουνα προφ. ασβεστωνόμασταν & ασβεστωνόμαστε
Βασβεστωνόσουν & ασβεστωνόσουνα προφ. ασβεστωνόσασταν & ασβεστωνόσαστε προφ.
Γασβεστωνόταν & ασβεστωνότανε προφ. ασβεστώνονταν & ασβεστωνόντανε προφ. & ασβεστωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήασβεστωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ασβεστώνω ρήμ.

Σασπρίζω2: Ασβέστωσαν την αυλή.


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.