Λεξισκόπιο: αραιοί

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-ραι-οί

Μορφολογία

αραιός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαραιόςοιαραιοί
Γενικήτουαραιούτωναραιών
Αιτιατικήτοναραιότουςαραιούς
Κλητική αραιέ αραιοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαραιήοιαραιές
Γενικήτηςαραιήςτωναραιών
Αιτιατικήτηναραιήτιςαραιές
Κλητική αραιή αραιές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαραιότααραιά
Γενικήτουαραιούτωναραιών
Αιτιατικήτοαραιότααραιά
Κλητική αραιό αραιά

αραιότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαραιότεροςοιαραιότεροι
Γενικήτουαραιότερουτωναραιότερων
Αιτιατικήτοναραιότεροτουςαραιότερους
Κλητική αραιότερε αραιότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαραιότερηοιαραιότερες
Γενικήτηςαραιότερηςτωναραιότερων
Αιτιατικήτηναραιότερητιςαραιότερες
Κλητική αραιότερη αραιότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαραιότεροτααραιότερα
Γενικήτουαραιότερουτωναραιότερων
Αιτιατικήτοαραιότεροτααραιότερα
Κλητική αραιότερο αραιότερα

αραιότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαραιότατοςοιαραιότατοι
Γενικήτουαραιότατουτωναραιότατων
Αιτιατικήτοναραιότατοτουςαραιότατους
Κλητική αραιότατε αραιότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαραιότατηοιαραιότατες
Γενικήτηςαραιότατηςτωναραιότατων
Αιτιατικήτηναραιότατητιςαραιότατες
Κλητική αραιότατη αραιότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαραιότατοτααραιότατα
Γενικήτουαραιότατουτωναραιότατων
Αιτιατικήτοαραιότατοτααραιότατα
Κλητική αραιότατο αραιότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αραιός επίθ.

  1. Σνερουλός1: αραιός καφές Απηχτός1
  2. Σανάριος λαϊκ.+λογοτ.: αραιή ύφανση
  3. Σλίγος1, λιγοστός: αραιό πλήθος

αραιοί

Σσποραδικοί, σπάνιοι Ασυχνοί

ΕΚΦ: αραιά και πού


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.