Λεξισκόπιο: αποτυχημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-τυ-χη-μέ-νος

Μορφολογία

αποτυγχάνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτυγχάνωαποτυγχάνουμε & αποτυγχάνομε διαλ.
Βαποτυγχάνειςαποτυγχάνετε
Γαποτυγχάνειαποτυγχάνουν & αποτυγχάνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποτύγχανεαποτυγχάνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποτυγχάνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέτυχα & απότυχα προφ. αποτύχαμε
Βαπέτυχες & απότυχες προφ. αποτύχατε
Γαπέτυχε & απότυχε προφ. απέτυχαν & αποτύχαν προφ. & αποτύχανε προφ. & απότυχαν προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτύχωαποτύχουμε & αποτύχομε διαλ.
Βαποτύχειςαποτύχετε
Γαποτύχειαποτύχουν & αποτύχουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπότυχεαποτύχετε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποτύχει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτύγχανααποτυγχάναμε
Βαποτύγχανεςαποτυγχάνατε
Γαποτύγχανεαποτύγχαναν & αποτυγχάνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήαποτυχημένος

αποτυχημένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαποτυχημένοςοιαποτυχημένοι
Γενικήτουαποτυχημένουτωναποτυχημένων
Αιτιατικήτοναποτυχημένοτουςαποτυχημένους
Κλητική αποτυχημένε αποτυχημένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαποτυχημένηοιαποτυχημένες
Γενικήτηςαποτυχημένηςτωναποτυχημένων
Αιτιατικήτηναποτυχημένητιςαποτυχημένες
Κλητική αποτυχημένη αποτυχημένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαποτυχημένοτααποτυχημένα
Γενικήτουαποτυχημένουτωναποτυχημένων
Αιτιατικήτοαποτυχημένοτααποτυχημένα
Κλητική αποτυχημένο αποτυχημένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποτυχαίνω & λόγ. αποτυγχάνω ρήμ.

  1. Απετυχαίνω1, κατορθώνω: Απέτυχαν να του αλλάξουν γνώμη. / Το πείραμα απέτυχε.
  2. Σχρεοκοπώ2, ξοφλάω2 προφ.

αποτυχαίνει

Σατυχεί, ναυαγεί


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.