Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-το-ξι-νώ-νο-μαι
Μορφολογία
αποτοξινώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξινώνω | αποτοξινώνουμε & αποτοξινώνομε διαλ. |
Β | αποτοξινώνεις | αποτοξινώνετε |
Γ | αποτοξινώνει | αποτοξινώνουν & αποτοξινώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποτοξίνωνε | αποτοξινώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποτοξινώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξίνωσα | αποτοξινώσαμε |
Β | αποτοξίνωσες | αποτοξινώσατε |
Γ | αποτοξίνωσε | αποτοξίνωσαν & αποτοξινώσαν προφ. & αποτοξινώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξινώσω | αποτοξινώσουμε & αποτοξινώσομε διαλ. |
Β | αποτοξινώσεις | αποτοξινώσετε |
Γ | αποτοξινώσει | αποτοξινώσουν & αποτοξινώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποτοξίνωσε | αποτοξινώσετε & αποτοξινώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποτοξινώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξίνωνα | αποτοξινώναμε |
Β | αποτοξίνωνες | αποτοξινώνατε |
Γ | αποτοξίνωνε | αποτοξίνωναν & αποτοξινώναν προφ. & αποτοξινώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξινώνομαι | αποτοξινωνόμαστε |
Β | αποτοξινώνεσαι | αποτοξινώνεστε & αποτοξινωνόσαστε προφ. |
Γ | αποτοξινώνεται | αποτοξινώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποτοξινώνεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξινώθηκα | αποτοξινωθήκαμε |
Β | αποτοξινώθηκες | αποτοξινωθήκατε |
Γ | αποτοξινώθηκε | αποτοξινώθηκαν & αποτοξινωθήκαν προφ. & αποτοξινωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξινωθώ | αποτοξινωθούμε |
Β | αποτοξινωθείς | αποτοξινωθείτε |
Γ | αποτοξινωθεί | αποτοξινωθούν & αποτοξινωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποτοξινώσου | αποτοξινωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποτοξινωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποτοξινωνόμουν & αποτοξινωνόμουνα προφ. | αποτοξινωνόμασταν & αποτοξινωνόμαστε |
Β | αποτοξινωνόσουν & αποτοξινωνόσουνα προφ. | αποτοξινωνόσασταν & αποτοξινωνόσαστε προφ. |
Γ | αποτοξινωνόταν & αποτοξινωνότανε προφ. | αποτοξινώνονταν & αποτοξινωνόντανε προφ. & αποτοξινωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αποτοξινωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποτοξινώνομαι ρήμ.
Σ: απεξαρτώμαι2
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.