Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-στραγ-γί-ζω
Μορφολογία
αποστραγγίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστραγγίζω | αποστραγγίζουμε & αποστραγγίζομε διαλ. |
Β | αποστραγγίζεις | αποστραγγίζετε |
Γ | αποστραγγίζει | αποστραγγίζουν & αποστραγγίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποστράγγιζε | αποστραγγίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποστραγγίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστράγγιξα & αποστράγγισα | αποστραγγίξαμε & αποστραγγίσαμε |
Β | αποστράγγιξες & αποστράγγισες | αποστραγγίξατε & αποστραγγίσατε |
Γ | αποστράγγιξε & αποστράγγισε | αποστράγγιξαν & αποστράγγισαν & αποστραγγίξαν προφ. & αποστραγγίξανε προφ. & αποστραγγίσαν προφ. & αποστραγγίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστραγγίξω & αποστραγγίσω | αποστραγγίξουμε & αποστραγγίσουμε & αποστραγγίξομε διαλ. & αποστραγγίσομε διαλ. |
Β | αποστραγγίξεις & αποστραγγίσεις | αποστραγγίξετε & αποστραγγίσετε |
Γ | αποστραγγίξει & αποστραγγίσει | αποστραγγίξουν & αποστραγγίσουν & αποστραγγίξουνε προφ. & αποστραγγίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποστράγγιξε & αποστράγγισε | αποστραγγίξετε & αποστραγγίξτε & αποστραγγίσετε & αποστραγγίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποστραγγίξει & αποστραγγίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστράγγιζα | αποστραγγίζαμε |
Β | αποστράγγιζες | αποστραγγίζατε |
Γ | αποστράγγιζε | αποστράγγιζαν & αποστραγγίζαν προφ. & αποστραγγίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστραγγίζομαι | αποστραγγιζόμαστε |
Β | αποστραγγίζεσαι | αποστραγγίζεστε & αποστραγγιζόσαστε προφ. |
Γ | αποστραγγίζεται | αποστραγγίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποστραγγίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποστραγγιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστραγγίστηκα | αποστραγγιστήκαμε |
Β | αποστραγγίστηκες | αποστραγγιστήκατε |
Γ | αποστραγγίστηκε | αποστραγγίστηκαν & αποστραγγιστήκαν προφ. & αποστραγγιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστραγγιστώ | αποστραγγιστούμε |
Β | αποστραγγιστείς | αποστραγγιστείτε |
Γ | αποστραγγιστεί | αποστραγγιστούν & αποστραγγιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποστραγγίξου & αποστραγγίσου | αποστραγγιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποστραγγιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστραγγιζόμουν & αποστραγγιζόμουνα προφ. | αποστραγγιζόμασταν & αποστραγγιζόμαστε |
Β | αποστραγγιζόσουν & αποστραγγιζόσουνα προφ. | αποστραγγιζόσασταν & αποστραγγιζόσαστε προφ. |
Γ | αποστραγγιζόταν & αποστραγγιζότανε προφ. | αποστραγγίζονταν & αποστραγγιζόντανε προφ. & αποστραγγιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αποστραγγισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποστραγγίζω ρήμ.
Σ: αποξηραίνω2
8 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.