Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-στο-μώ-νω
Μορφολογία
αποστομώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστομώνω | αποστομώνουμε & αποστομώνομε διαλ. |
Β | αποστομώνεις | αποστομώνετε |
Γ | αποστομώνει | αποστομώνουν & αποστομώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποστόμωνε | αποστομώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποστομώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστόμωσα | αποστομώσαμε |
Β | αποστόμωσες | αποστομώσατε |
Γ | αποστόμωσε | αποστόμωσαν & αποστομώσαν προφ. & αποστομώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστομώσω | αποστομώσουμε & αποστομώσομε διαλ. |
Β | αποστομώσεις | αποστομώσετε |
Γ | αποστομώσει | αποστομώσουν & αποστομώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποστόμωσε | αποστομώσετε & αποστομώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποστομώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστόμωνα | αποστομώναμε |
Β | αποστόμωνες | αποστομώνατε |
Γ | αποστόμωνε | αποστόμωναν & αποστομώναν προφ. & αποστομώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστομώνομαι | αποστομωνόμαστε |
Β | αποστομώνεσαι | αποστομώνεστε & αποστομωνόσαστε προφ. |
Γ | αποστομώνεται | αποστομώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποστομώνεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστομώθηκα | αποστομωθήκαμε |
Β | αποστομώθηκες | αποστομωθήκατε |
Γ | αποστομώθηκε | αποστομώθηκαν & αποστομωθήκαν προφ. & αποστομωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστομωθώ | αποστομωθούμε |
Β | αποστομωθείς | αποστομωθείτε |
Γ | αποστομωθεί | αποστομωθούν & αποστομωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποστομώσου | αποστομωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποστομωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποστομωνόμουν & αποστομωνόμουνα προφ. | αποστομωνόμασταν & αποστομωνόμαστε |
Β | αποστομωνόσουν & αποστομωνόσουνα προφ. | αποστομωνόσασταν & αποστομωνόσαστε προφ. |
Γ | αποστομωνόταν & αποστομωνότανε προφ. | αποστομώνονταν & αποστομωνόντανε προφ. & αποστομωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αποστομωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποστομώνω ρήμ.
Σ: αφήνω άφωνο, βουβαίνω2 προφ., κολλάω στον τοίχο: Τα επιχειρήματά του τους αποστόμωσαν.
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.